Tarado είναι ένα επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή: /taˈɾa.ðo/
Η λέξη "tarado" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να περιγράψει κάποιον που είναι ανόητος ή αδέξιος. Συχνά έχει αρνητική χροιά και μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε καθημερινές συζητήσεις τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο. Η χρήση της ποικίλλει ανάλογα με τη διατύπωση και το πλαίσιο.
¡Eres un tarado!
Είσαι ένας τρελός!
No seas tarado, piensa antes de hablar.
Μην είσαι χαζός, σκέψου πριν μιλήσεις.
Η λέξη "tarado" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, συνήθως με αρνητική σημασία.
No soy un tarado, solo estoy confundido.
Δεν είμαι ένας τρελός, απλά είμαι μπερδεμένος.
Siempre tiene ideas taradas.
Έχει πάντα ανόητες ιδέες.
Deja de actuar como un tarado.
Σταμάτα να συμπεριφέρεσαι σαν ηλίθιος.
El tarado que hizo eso no piensa en las consecuencias.
Ο χαζός που το έκανε αυτό δεν σκέφτεται τις συνέπειες.
Η προέλευση της λέξης "tarado" προέρχεται από το ρήμα "tarar", το οποίο μπορεί να σημαίνει «να αποτυγχάνει» ή «να χάνει τον έλεγχο». Στη διάρκεια του χρόνου, η λέξη εξελίχθηκε και απέκτησε τη σημερινή της έννοια.
Συνώνυμα: - Loco (τρελός) - Idiota (ηλίθιος) - Bobo (χαζός)
Αντώνυμα: - Sensato (λογικός) - Inteligente (έξυπνος) - Sabio (σοφός)