Tararear είναι ρήμα.
[taɾaˈɾeaɾ]
Η λέξη tararear αναφέρεται στην πράξη του να τραγουδάς ή να σφυρίζεις μια μελωδία χωρίς να εκφράζεις τους στίχους, συνήθως με μισάνοιχτο στόμα ή σε σφυρίχτρες. Χρησιμοποιείται κυρίως στον προφορικό λόγο και σε καθημερινές συζητήσεις. Η συνήθεια να tararear μπορεί να εκφράσει χαρά, αδιαφορία ή απλώς μια διάθεση για παιχνίδι.
Él suele tararear canciones mientras trabaja.
Αυτός συνήθως κουρντίζει τραγούδια ενώ δουλεύει.
No puedo dejar de tararear esta melodía.
Δεν μπορώ να σταματήσω να κουρντίζω αυτή τη μελωδία.
Η λέξη tararear μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
No hay nada como tararear una canción feliz.
Δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο από το να κουρντίζω ένα χαρούμενο τραγούδι.
Ella se pone a tararear cuando está contenta.
Αυτή αρχίζει να κουρντίζει όταν είναι χαρούμενη.
Si estás nervioso, tararea algo para calmarte.
Αν είσαι νευρικός, κουρντίζε κάτι για να ηρεμήσεις.
A veces me encuentro tarareando canciones antiguas.
Μερικές φορές βρίσκομαι να κουρντίζω παλιά τραγούδια.
Η λέξη tararear προέρχεται από τη δόμηση του ρήματος "tarar", που πιθανότατα έχει ρίζες σε ήχους που σχετίζονται με το απλό τραγούδι ή σφύριγμα.
Συνώνυμα: - silbar (σφυρίζω) - cantar (τραγουδώ)
Αντώνυμα: - callar (σιωπώ) - guardar silencio (κρατώ σιγή)