Το "tardo" είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή: /ˈtaɾðo/
Ο όρος "tardo" χρησιμοποιείται για να περιγράψει την ενέργεια του να καθυστερείς ή να αργείς να κάνεις κάτι. Στα ισπανικά, χρησιμοποιείται κυρίως σε καταστάσεις όπου αναφέρεται σε χρόνο ή ταχύτητα δράσης. Είναι μια λέξη με μέτρια συχνότητα χρήσης, εμφανίζεται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
Tardo mucho en llegar a casa.
(Αργώ πολύ να φτάσω σπίτι.)
Si tardo, por favor, no te preocupes.
(Αν αργώ, σε παρακαλώ, μη σε νοιάζει.)
No tardo en terminar el proyecto.
(Δε θα αργήσω να τελειώσω το έργο.)
Η λέξη "tardo" χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις που δείχνουν καθυστέρηση ή αργοπορία.
Tardar en tomar decisiones.
(Αργώ να πάρω αποφάσεις.)
No quiero tardar más.
(Δε θέλω να αργήσω περισσότερο.)
Cuando tardo mucho, me siento culpable.
(Όταν αργώ πολύ, νιώθω ένοχος.)
Si tardas en responder, perderás la oportunidad.
(Αν αργήσεις να απαντήσεις, θα χάσεις την ευκαιρία.)
Tardé horas en encontrar mi libro.
(Άργησα ώρες να βρω το βιβλίο μου.)
Η λέξη "tardo" προέρχεται από το λατινικό "tardus," που σημαίνει "αργός" ή "καθυστερημένος."