Ο όρος "tarea" είναι ουσιαστικό (substantivo).
Φωνητική μεταγραφή (Διεθνές Φωνητικό Αλφάβητο): [taˈɾe.a]
Η λέξη "tarea" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να δηλώσει μια εργασία ή καθήκον που πρέπει να εκτελεστεί. Συχνά αναφέρεται σε σχολικές εργασίες ή καθημερινές ευθύνες. Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι αρκετή, κυρίως στο προφορικό και γραπτό λόγο.
Η εργασία για σήμερα είναι να γράψεις ένα δοκίμιο.
Tengo que terminar mi tarea antes de salir.
Πρέπει να τελειώσω την εργασία μου πριν βγω.
La profesora nos dio una tarea muy difícil.
Αυτός ο όρος αναφέρεται συνήθως στην εκτέλεση των σχολικών καθηκόντων.
Tener tarea acumulada.
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει την κατάσταση όταν κάποιος έχει πολλές εργασίες που πρέπει να ολοκληρώσει.
No hay tarea sin recompensa.
Δείχνει ότι η σκληρή δουλειά αποφέρει πάντα καρπούς.
Dividir la tarea en partes.
Η λέξη "tarea" προέρχεται από το λατινικό "tarra", που σημαίνει "δουλειά" ή "εργασία".
Συνώνυμα: - trabajo (δουλειά) - deber (καθήκον)
Αντώνυμα: - ocio (ανάπαυση) - descanso (ξεκούραση)