Tarifa είναι επίθετο στη γλώσσα Ισπανικά, που λειτουργεί επίσης και ως ουσιαστικό.
/taˈɾifa/
Η λέξη "tarifa" αναφέρεται σε μια προκαθορισμένη τιμή ή χρέωση για αγαθά ή υπηρεσίες. Χρησιμοποιείται συχνά στους τομείς των οικονομικών, της δικαιοσύνης και της γεωγραφίας. Η χρήση της είναι συχνή και προτιμάται πιο πολύ στον γραπτό λόγο, όπως σε συμβόλαια, τιμοκαταλόγους και επίσημα έγγραφα, παρά στην προφορική επικοινωνία.
Οι χρήσεις της λέξης περιλαμβάνουν: - Οικονομικές καταστάσεις (π.χ. τιμές προϊόντων). - Λογιστικά έγγραφα που αφορούν χρεώσεις υπηρεσιών. - Συνθήκες μεταφοράς και κόστος.
Η τιμή του τρένου έχει αυξηθεί φέτος.
Es importante leer la tarifa antes de contratar un servicio.
Είναι σημαντικό να διαβάσετε την τιμή πριν να προσλάβετε μια υπηρεσία.
Los hoteles en esta zona tienen tarifas muy variadas.
Η λέξη "tarifa" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις. Ακολουθούν μερικά παραδείγματα:
Χρησιμοποιείται όταν κάποιος θέλει να ζητήσει μείωση της χρέωσης σε αγαθά ή υπηρεσίες.
La tarifa plana
Αναφέρεται στη σταθερή χρέωση που δεν εξαρτάται από τη χρήση.
Tarifa oculta
Χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε πρόσθετες χρεώσεις που δεν δηλώνονται εκ των προτέρων.
Tarifa de entrada
Αναφέρεται σε χρέωση που επιβάλλεται για την είσοδο σε μια εκδήλωση ή περιοχή.
Tarifa diferenciada
Η λέξη "tarifa" προέρχεται από τα αραβικά "taʕārīf" (تعريف), που σημαίνει "καθορισμός" ή "κατηγοριοποίηση". Έχει περάσει στην ισπανική γλώσσα μέσω της αραβικής κατά τη διάρκεια της ισλαμικής επιρροής στην Ιβηρική χερσόνησο.
Συνώνυμα: - Precio (Τιμή) - Cargo (Χρέωση)
Αντώνυμα: - Gratis (Δωρεάν) - Exento (Εξαιρούμενος)
Η λέξη "tarifa" αποτελεί κρίσιμο στοιχείο στην οικονομική και νομική γλώσσα, εκφράζοντας προσαρμογές τιμών και χρεώσεων.