Η λέξη "tarima" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Στη διεθνή φωνητική αλφαβήτου (IPA), η φωνητική μεταγραφή της λέξης είναι: /taˈɾima/
Η λέξη "tarima" αναφέρεται γενικά σε μια επίπεδη επιφάνεια ή πλατφόρμα, συνήθως κατασκευασμένη από ξύλο ή άλλο υλικό. Χρησιμοποιείται συχνά στον κατασκευαστικό τομέα και στη μηχανολογία για να αναφερθεί σε δάπεδα, πλατφόρμες ή ως βάση για εξοπλισμό. Στην ισπανική γλώσσα, χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με συχνότητα εξαρτώμενη από τους συγκεκριμένους τομείς που σχετίζονται με την αρχιτεκτονική και την κατασκευή.
Η πλατφόρμα στο γυμναστήριο είναι πολύ ανθεκτική.
Necesitamos una tarima para el escenario.
Χρειαζόμαστε μια σανίδα για τη σκηνή.
La tarima de madera le da un toque elegante a la sala.
Η λέξη "tarima" δεν είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να ενσωματωθεί σε ορισμένα συμφραζόμενα που σχετίζονται με τον κατασκευαστικό τομέα. Ακολουθούν μερικές προτάσεις:
Να ανέβεις στην πλατφόρμα είναι μια πρόκληση για πολλούς καλλιτέχνες.
La tarima fue construida con materiales de alta calidad.
Η πλατφόρμα χτίστηκε με υλικά υψηλής ποιότητας.
En la tarima del baile, todos lucen sus mejores pasos.
Στην πλατφόρμα του χορού, όλοι επιδεικνύουν τα καλύτερα βήματά τους.
La tarima del escenario se iluminó para resaltar a los artistas.
Η πλατφόρμα της σκηνής φωτίστηκε για να αναδείξει τους καλλιτέχνες.
Pintaron la tarima de colores vivos para el evento.
Η λέξη "tarima" προέρχεται από το αρχαία ισπανική "tarima," που σημαίνει "σανίδα" ή "πλατφόρμα". Οι ρίζες της μπορεί να ανιχνευτούν στον Λατινικό όρο "tarīma," που σχετίζεται με πλατφόρμες ή επίπεδες επιφάνειες.
Συνώνυμα: - Plataforma (πλατφόρμα) - Tabla (σανίδα)
Αντώνυμα: - Hueco (κενό) - Abismo (άβυσσος)
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη κατανόηση της λέξης "tarima" στο πλαίσιο της ισπανικής γλώσσας και των χρηστικών της εφαρμογών.