Η λέξη "tarja" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "tarja" στα Ισπανικά είναι [ˈtaɾxa].
Η λέξη "tarja" αναφέρεται συχνά σε ένα είδος καταγραφής, κυρίως σε χρηματοοικονομικά ή νομικά έγγραφα. Μπορεί επίσης να υποδηλώνει κάποιου είδους χάρτη ειδικά για κάτι συγκεκριμένο. Η χρήση της είναι πιο συνηθισμένη σε γραπτό πλαίσιο, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί και στον προφορικό λόγο, ανάλογα με το θέμα της συζήτησης.
Η καταγραφή του τραπεζικού λογαριασμού είναι πολύ σαφής.
Necesitamos una tarja actualizada para el informe.
Χρειαζόμαστε μια ενημερωμένη καταγραφή για την αναφορά.
El mapa tiene una tarja de todas las calles principales.
Η λέξη "tarja" δεν είναι συχνά μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά χρησιμοποιείται σε συγκεκριμένα πλαίσια που σχετίζονται με οικονομικά και νομικά θέματα. Εδώ είναι μερικές προτάσεις που χρησιμοποιούν τη λέξη:
Να έχεις την καταγραφή στην τάξη.
No confundir la tarja con un ticket.
Να μην συγχέεις την καταγραφή με μια απόδειξη.
Todos los gastos deben estar en la tarja para su aprobación.
Η λέξη "tarja" προέρχεται από τη λατινική λέξη "targia", που σημαίνει "γράφω" ή "καταγράφω". Αναπτύχθηκε στη διάρκεια του Μεσαίωνα σε πολλές Ιβηρικές γλώσσες, αναφερόμενη κυρίως σε καταγραφές ή καταχωρήσεις γραμμάτων και εγγράφων.
Συνώνυμα: - Registro (καταγραφή) - Listado (λίστα)
Αντώνυμα: - Omisión (παράλειψη) - Desregulación (απορρύθμιση)
Με αυτές τις λεπτομέρειες, η λέξη "tarja" αποκομίζει μια σαφή και περιεκτική έννοια στον ισπανικό λόγο και τις αλληλεπιδράσεις της καθημερινής ζωής.