Η λέξη "tarjeta" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική της μεταγραφή σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι: [taɾˈxeta].
Η λέξη "tarjeta" στα Ισπανικά αναφέρεται κυρίως σε οποιαδήποτε κάρτα, είτε πρόκειται για πιστωτική κάρτα, καρτοτηλέφωνο, κάρτα διαβατηρίου ή ακόμα και κάρτα που χρησιμοποιείται για εισόδους σε εκδηλώσεις. Είναι μια συνήθως χρησιμοποιούμενη λέξη, και χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο. Η χρήση της είναι αρκετά συχνή κυρίως σε εμπορικού τύπου συνομιλίες, χρηματοοικονομικές συναλλαγές και τεχνολογία.
"Θα βγάλω χρήματα από την κάρτα."
"Necesito una tarjeta para entrar al concierto."
Η λέξη "tarjeta" χρησιμοποιείται επίσης σε αρκετές ιδιωματικές φράσεις στα Ισπανικά.
Αυτό σημαίνει να έχεις τη δυνατότητα να συστηθείς ή να σχηματίσεις ένα εντυπωσιακό δικτύο.
"Cargar la tarjeta."
Αναφέρεται στην πρακτική του να προσθέτεις χρήματα σε μια κάρτα προπληρωμένη ή ηλεκτρονική κάρτα.
"Perder la tarjeta."
Δηλώνει την απώλεια μιας σημαντικής κάρτας, όπως πιστωτική ή διαβατηρίου.
"Usar la tarjeta del banco."
Αναφέρεται στη χρήση της τραπεζικής κάρτας για πληρωμές ή αναλήψεις.
"No olvides la tarjeta."
Η λέξη "tarjeta" προέρχεται από το λατινικό "targita," που σημαίνει "μικρή πλάκα" ή "φύλλο," και αυτά παραπέμπουν σε ειδώλια ή εργαλεία που χρησιμοποιούνταν παλαιότερα για την κατασκευή καρτών και εγγράφων.
Συνώνυμα: - carta (γράμμα, χαρτί) - carné (άδεια, ταυτότητα)
Αντώνυμα: - vacío (κενός, χωρίς περιεχόμενο)
Η λέξη "tarjeta" έχει διάφορες χρήσεις και σημασίες ανάλογα με το πλαίσιο και συναντάται συχνά στη καθημερινή γλώσσα.