Το "tarro" είναι ουσιαστικό.
/farˈro/
Η λέξη "tarro" αναφέρεται γενικά σε ένα δοχείο ή βάζο, συνήθως με στρογγυλό σχήμα, που χρησιμοποιείται για τη συγκέντρωση ή την αποθήκευση διαφόρων υλικών, όπως τρόφιμα ή υγρά. Είναι μια κοινή λέξη στη γλώσσα των Σπανιόλων και χρησιμοποιείται συχνά και στον προφορικό και στον γραπτό λόγο, αν και συνήθως είναι πιο συχνή στον προφορικό λόγο.
Me gustaría comprar un tarro de mermelada.
(Θα ήθελα να αγοράσω ένα βάζο μαρμελάδας.)
El tarro estaba lleno de galletas.
(Το βάζο ήταν γεμάτο μπισκότα.)
Στη γλώσσα των Ισπανόφωνων, η λέξη "tarro" εμφανίζεται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
"Estar en el tarro" - Ίσχυει ότι κάποιος είναι πολύ σοβαρός ή συγκεντρωμένος.
(Να είναι σοβαρός ή συγκεντρωμένος.)
"Dar un tarro" - Σημαίνει να κάνεις μια ανόητη πράξη.
(Να κάνεις κάτι ανόητο.)
"No hay tarro que aguante" – Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάτι δεν μπορεί να αντέξει ή να υποστηριχθεί περισσότερο.
(Υπάρχει όριο σε ό,τι μπορεί να αντέξει.)
Η λέξη "tarro" προέρχεται από την λατινική λέξη "terra", που σημαίνει γη ή χώμα, αναφερόμενη πιθανόν σε δοχεία που φτιάχνονται από πηλό.
Συνώνυμα: - vaso (βάζο) - envase (δοχείο)
Αντώνυμα: - vacío (κενό) - desorden (αναρχία)
Ελπίζω αυτές οι πληροφορίες να σας φανούν χρήσιμες!