Το "tartamudear" είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου (IPA): [taɾ.ta.muˈðe.aɾ]
Η λέξη "tartamudear" αναφέρεται στη δράση του να μιλάμε με διαλείμματα ή να δυσκολευόμαστε στην ομιλία, συνήθως λόγω τραυλισμού. Στην ισπανική γλώσσα, χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει κάποιον που δεν μπορεί να μιλήσει ρευστά ή που έχει δυσκολίες κατά την ομιλία, σχετιζόμενη με φυσιολογικούς ή ψυχολογικούς παράγοντες.
Η συχνότητα χρήσης του "tartamudear" είναι πιο κοινή στον προφορικό λόγο, καθώς οι αναφορές σε τραυλισμό ή δυσκολίες στην ομιλία είναι συνήθως σχετικές με προσωπικές εμπειρίες ή κοινωνικές αλληλεπιδράσεις.
Él suele tartamudear cuando está nervioso.
(Συνήθως τραυλίζει όταν είναι νευρικός.)
No es fácil para alguien tartamudear frente a una audiencia.
(Δεν είναι εύκολο για κάποιον να τραυλίζει μπροστά σε ένα κοινό.)
Ella está tratando de superar su tendencia a tartamudear.
(Αυτή προσπαθεί να ξεπεράσει την τάση της να τραυλίζει.)
Η λέξη "tartamudear" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, όμως υπάρχουν κάποιες εκφράσεις που σχετίζονται με την επικοινωνία και τις δυσκολίες στην ομιλία. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:
A veces, cuando estoy muy emocionado, puedo tartamudear.
(Κάποιες φορές, όταν είμαι πολύ ενθουσιασμένος, μπορώ να τραυλίζω.)
No es bueno tartamudear en una presentación importante.
(Δεν είναι καλό να τραυλίζεις σε μια σημαντική παρουσίαση.)
Se siente inseguro y eso lo hace tartamudear más.
(Αισθάνεται ανασφαλής και αυτό τον κάνει να τραυλίζει περισσότερο.)
Η λέξη "tartamudear" προέρχεται από το ουσιαστικό "tartamudo", το οποίο αναφέρεται στον τραυλισμό. Η ρίζα της μπορεί να είναι συνδεδεμένη με τη λατινική λέξη "tardus", που σημαίνει "αργός" ή "καθυστερημένος", επειδή η ομιλία μπορεί να καθυστερεί λόγω της δυσκολίας.
Συνώνυμα: - balbucear (να μουρμουρίζω) - titubear (να διστάζω)
Αντώνυμα: - hablar fluidamente (να μιλάω ρευστά) - comunicar (να επικοινωνώ)
Αυτές οι πληροφορίες περιγράφουν τη σημασία και τη χρήση της λέξης "tartamudear" στην ισπανική γλώσσα.