tartamudo: Υποκείμενο (ουσιαστικό)
tartamudo: /taɾtaˈmuðo/
Η λέξη tartamudo αναφέρεται σε ένα άτομο που παρουσιάζει τραυλισμό, δηλαδή έχει δυσκολίες στην ομιλία, με χαρακτηριστικά διαλείμματα ή επαναλήψεις. Ο τραυλισμός μπορεί να είναι διαρκής ή περιστασιακός και είναι συχνά δύσκολο να ξεπεραστεί, επηρεάζοντας την επικοινωνία του ατόμου.
Η χρήση της λέξης είναι συχνή τόσο στον προφορικό λόγο όσο και στο γραπτό κείμενο, συνήθως με ιατρικό ή κοινωνικό περιεχόμενο.
Το παιδί είναι τραυλός και μερικές φορές έχει δυσκολίες να μιλήσει δημόσια.
Mi amigo tartamudo necesita más paciencia cuando está explicando sus ideas.
Ο φίλος μου που είναι τραυλός χρειάζεται περισσότερη υπομονή όταν εξηγεί τις ιδέες του.
Los terapeutas ayudan a los tartamudos a mejorar su fluidez.
Η λέξη tartamudo δεν έχει πολλές γνωστές ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να ενσωματωθεί σε περιγραφές που αφορούν τον τραυλισμό.
Αν και είναι τραυλός, εκφράζεται πολύ καλά στα γραπτά του.
No importa que sea tartamudo, su voz es poderosa.
Δεν έχει σημασία ότι είναι τραυλός, η φωνή του είναι ισχυρή.
Los niños pueden ser muy crueles con un tartamudo.
Τα παιδιά μπορεί να είναι πολύ σκληρά με έναν τραυλό.
El programa de ayuda a los tartamudos fue un gran éxito.
Το πρόγραμμα βοήθειας για τους τραυλούς ήταν μεγάλη επιτυχία.
Al escuchar a un tartamudo hablar, debes mostrar respeto y atención.
Η λέξη tartamudo προέρχεται από το γαλλικό tartamud, που στηρίζει την έννοια του να «σταματάς» ή να «διστάζεις» κατά την ομιλία. Η ρίζα του λέγου επηρεάστηκε από τα λατινικά στοιχεία που σχετίζονται με την ομιλία και την ορθότητα της.
Συνώνυμα: - sigiloso (αθόρυβος, αλλά σχεδόν ποτέ δεν χρησιμοποιείται με την έννοια του τραυλισμού) - balbuceador (συγκεχυμένος ομιλητής)
Αντώνυμα: - fluido (ροής) - elocuente (ρητορικός, ευφραδής)