taxi - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

taxi (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "taxi" είναι ουσιαστικό.

Φωνητική μεταγραφή

/ˈtaksi/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Στα Ισπανικά, η λέξη "taxi" αναφέρεται σε ένα μέσο μεταφοράς πληρωμής, όπου οι επιβάτες μπορούν να μεταφέρονται από έναν τόπο σε έναν άλλο. Χρησιμοποιείται συχνά τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο. Η χρήση του είναι πολύ συχνή σε αστικές περιοχές και σε συζητήσεις που αφορούν μεταφορές.

Χρησιμοποιώντας τη λέξη στη γλώσσα

Η λέξη "taxi" έχει μεγάλη συχνότητα χρήσης, καθώς είναι καθημερινός όρος που όλοι οι κάτοικοι και επισκέπτες των πόλεων γνωρίζουν και χρησιμοποιούν.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. Voy a tomar un taxi para ir al aeropuerto.
    (Θα πάρω ένα ταξί για να πάω στο αεροδρόμιο.)

  2. ¿Puedes llamar un taxi, por favor?
    (Μπορείς να καλέσεις ένα ταξί, παρακαλώ; )

  3. El taxi llegó a tiempo.
    (Το ταξί έφτασε εγκαίρως.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "taxi" χρησιμοποιείται επίσης σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις:

  1. Estar en un taxi – να είσαι σε κινήσεις ή σε κατάσταση αναμονής.
    (Είμαι όπως ένα ταξί, έτοιμος να πάρω οποιονδήποτε.)

  2. Costar un ojo de la cara el taxi – να είναι κάτι πολύ ακριβό.
    (Το ταξί κόστισε ένα μάτι της κεφαλής.)

  3. Tomar un taxi en lugar de caminar – να επιλέγεις την εύκολη λύση.
    (Λαμβάνοντας ένα ταξί αντί να περπατήσεις, επιλέγεις την εύκολη λύση.)

Ετυμολογία

Η λέξη "taxi" προέρχεται από τη λέξη "taxímetro", η οποία προέρχεται από τα ελληνικά "τάξις" (ταξινόμηση - απόδοση) και το γαλλικό "mètre" (μετρητής).

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - vehículo de alquiler (όχημα ενοικίασης)

Αντώνυμα: - vehículo personal (προσωπικό όχημα)
- transporte público (δημόσια συγκοινωνία)



22-07-2024