Η λέξη "taxi" είναι ουσιαστικό.
/ˈtaksi/
Στα Ισπανικά, η λέξη "taxi" αναφέρεται σε ένα μέσο μεταφοράς πληρωμής, όπου οι επιβάτες μπορούν να μεταφέρονται από έναν τόπο σε έναν άλλο. Χρησιμοποιείται συχνά τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο. Η χρήση του είναι πολύ συχνή σε αστικές περιοχές και σε συζητήσεις που αφορούν μεταφορές.
Η λέξη "taxi" έχει μεγάλη συχνότητα χρήσης, καθώς είναι καθημερινός όρος που όλοι οι κάτοικοι και επισκέπτες των πόλεων γνωρίζουν και χρησιμοποιούν.
Voy a tomar un taxi para ir al aeropuerto.
(Θα πάρω ένα ταξί για να πάω στο αεροδρόμιο.)
¿Puedes llamar un taxi, por favor?
(Μπορείς να καλέσεις ένα ταξί, παρακαλώ; )
El taxi llegó a tiempo.
(Το ταξί έφτασε εγκαίρως.)
Η λέξη "taxi" χρησιμοποιείται επίσης σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις:
Estar en un taxi – να είσαι σε κινήσεις ή σε κατάσταση αναμονής.
(Είμαι όπως ένα ταξί, έτοιμος να πάρω οποιονδήποτε.)
Costar un ojo de la cara el taxi – να είναι κάτι πολύ ακριβό.
(Το ταξί κόστισε ένα μάτι της κεφαλής.)
Tomar un taxi en lugar de caminar – να επιλέγεις την εύκολη λύση.
(Λαμβάνοντας ένα ταξί αντί να περπατήσεις, επιλέγεις την εύκολη λύση.)
Η λέξη "taxi" προέρχεται από τη λέξη "taxímetro", η οποία προέρχεται από τα ελληνικά "τάξις" (ταξινόμηση - απόδοση) και το γαλλικό "mètre" (μετρητής).
Συνώνυμα: - vehículo de alquiler (όχημα ενοικίασης)
Αντώνυμα:
- vehículo personal (προσωπικό όχημα)
- transporte público (δημόσια συγκοινωνία)