Η λέξη "taza" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Φωνητική μετα transcription: [ˈtasa]
Η λέξη "taza" αναφέρεται σε ένα σκεύος, συνήθως με λαβή, που χρησιμοποιείται για την κατανάλωση ρευστών, όπως καφές ή τσάι. Είναι ευρέως χρησιμοποιούμενη στη γλώσσα των ισπανόφωνων και προτιμάται σε καθημερινές συνομιλίες και γραπτές αναφορές. Η χρήση της είναι συχνή και στον προφορικό και στον γραπτό λόγο.
En la mañana me gusta tomar café en mi taza.
(Το πρωί μου αρέσει να πίνω καφέ στην κούπα μου.)
La taza de té estaba caliente.
(Η κούπα του τσαγιού ήταν ζεστή.)
Ella rompió su taza favorita.
(Αυτή έσπασε την αγαπημένη της κούπα.)
Η λέξη "taza" εμφανίζεται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αν και δεν είναι τόσο διαδεδομένη όσο άλλες λέξεις.
"Estar hasta la taza" σημαίνει να είσαι σε μια κατάσταση όπου έχεις φτάσει στα όριά σου.
(Να είσαι μέχρι την κούπα σημαίνει ότι έχεις φτάσει στα όριά σου.)
"Taza y media" αναφέρεται σε κάτι που είναι για μισή κούπα παραπάνω, μεταφορικά μπορεί να υποδηλώνει υπερβολή.
(Κούπα και μισή, αναφέρεται σε κάτι που είναι μισή κούπα παραπάνω.)
"Tomar la taza" σημαίνει να αποδεχτείς ευθύνες ή να συμμετάσχεις σε κάτι, ειδικά σε μια πρόκληση.
(Να πάρεις την κούπα σημαίνει να αποδεχτείς ευθύνες.)
"La taza de la felicidad": Η κούπα της ευτυχίας.
"Ella siempre tiene una taza de la felicidad."
(Αυτή πάντα έχει μια κούπα ευτυχίας.)
"Ser una taza de guerra": Να είσαι δύσκολος ή επικίνδυνος.
"Ese proyecto es una taza de guerra."
(Αυτό το έργο είναι μια κούπα πολέμου.)
Η λέξη "taza" προέρχεται από το αραβικό "ṭāsa", το οποίο σε πολλές ισπανόφωνες χώρες έχει παραμείνει σχεδόν αναλλοίωτο.
Συνώνυμα: - Φλιτζάνι - Κούπα
Αντώνυμα: - Πιατέλα (σχετικό, αλλά διαφορετικό σκεύος) - Δισκάκι (μικρότερο σκεύος για στέρηση από την ιδέα του μεγάλου ή πιο λειτουργικού)