Η λέξη "teatro" είναι ουσιαστικό.
Η διεθνής φωνητική αναπαράσταση της λέξης είναι: /teˈa.tɾo/
Η λέξη "teatro" αναφέρεται στον χώρο ή την τέχνη της παράστασης, κυρίως όταν πρόκειται για δραματοποιήσεις, παραστάσεις ή θεατρικές παραγωγές. Χρησιμοποιείται συχνά και σε μεταφορικό επίπεδο για να περιγράψει καταστάσεις που θυμίζουν θεατρικές παραστάσεις ή φανταστικές καταστάσεις. Έχει αρκετή συχνότητα χρήσης και εμφανίζεται τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο.
"Vamos al teatro este fin de semana."
"Πάμε στο θέατρο αυτό το Σαββατοκύριακο."
"El teatro es una forma de expresión artística muy poderosa."
"Το θέατρο είναι μια πολύ ισχυρή μορφή καλλιτεχνικής έκφρασης."
Η λέξη "teatro" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις:
"Hacer teatro."
Να παίζεις θέατρο (να προσποιείσαι ή να κρύβεις τα αληθινά σου συναισθήματα).
"No me mientas, no me hagas teatro."
"Μη με κοροϊδεύεις, μην παίζεις θέατρο."
"Teatro de lo absurdo."
Θέατρο του παραλόγου (μορφή θεατρικής τέχνης που επικεντρώνεται σε κωμικές και παράλογες καταστάσεις).
"La obra que vimos anoche era un teatro de lo absurdo."
"Η παράσταση που είδαμε χθες βράδυ ήταν θέατρο του παραλόγου."
"Teatro en la vida real."
Θέατρο στην πραγματική ζωή (καταστάσεις που θυμίζουν θεατρικά σενάρια).
"A veces la política parece un teatro en la vida real."
"Μερικές φορές η πολιτική μοιάζει με θέατρο στην πραγματική ζωή."
Η λέξη "teatro" προέρχεται από το λατινικό "theatrum", το οποίο με τη σειρά του προέρχεται από το ελληνικό "θέατρον" (theatron), που σημαίνει "χώρος για να βλέπεις".
Συνώνυμα: - "escenario" (σκηνή) - "drama" (δράμα)
Αντώνυμα: - Δεν υπάρχουν άμεσα αντώνυμα, αλλά μπορεί να θεωρηθεί ότι η λέξη "realidad" (πραγματικότητα) μπορεί να λειτουργήσει ως αντίθετο, δεδομένου ότι το θέατρο είναι συχνά μια μορφή φαντασίας ή απεικόνισης.