Η λέξη "tedio" είναι ουσιαστικό.
Η διεθνής φωνητική αλφαβητική μεταγραφή της λέξης είναι /ˈteðjo/.
Η λέξη "tedio" μεταφράζεται στα Ελληνικά ως "βαρεμάρα", "κουραστική κατάσταση" ή "μονοτονία".
Η λέξη "tedio" αναφέρεται σε μια κατάσταση ανίας ή βαρεμάρας, όπου το άτομο αισθάνεται αδιαφορία ή έλλειψη ενδιαφέροντος για ό,τι συμβαίνει γύρω του. Είναι συχνά συνυφασμένη με τη μονοτονία και την επαναληψιμότητα. Στην Ισπανική γλώσσα, χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτό πλαίσιο, αν και μπορεί να εμφανιστεί και σε προφορικές συζητήσεις.
El tedio se apodera de mí cuando no tengo nada que hacer.
(Η βαρεμάρα με κυριεύει όταν δεν έχω τίποτα να κάνω.)
La rutina diaria a menudo lleva al tedio.
(Η καθημερινή ρουτίνα συχνά οδηγεί σε βαρεμάρα.)
Η λέξη "tedio" δεν έχει πολλές καθιερωμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε συνδυασμούς για να εκφράσει τη κατάσταση βαρεμάρας:
Sentir tedio por la misma canción.
(Να νιώθεις βαρεμάρα από το ίδιο τραγούδι.)
La repetición constante de tareas trae tedio a la vida.
(Η συνεχής επανάληψη καθηκόντων φέρνει βαρεμάρα στη ζωή.)
A veces, el tedio puede ser un motor para la creatividad.
(Κάποιες φορές, η βαρεμάρα μπορεί να είναι κινητήριος παράγοντας για τη δημιουργικότητα.)
Η λέξη "tedio" προέρχεται από το λατινικό "taedium", που σημαίνει "βαρεμάρα" ή "ενοχλητικότητα".