Επίθετο.
/teˈðjβoso/
Η λέξη "tedioso" χρησιμοποιείται στα ισπανικά για να περιγράψει κάτι που είναι κουραστικό, βαρετό ή επαναλαμβανόμενο, το οποίο προκαλεί αδιαφορία ή ανυπομονησία στον ομιλητή ή στον ακροατή. Συχνά αναφέρεται σε δραστηριότητες, καθήκοντα ή καταστάσεις που διαρκούν πολύ και δεν είναι ενδιαφέροντα.
Η χρήση της λέξης "tedioso" είναι αρκετά συχνή και παρατηρείται τόσο στον προφορικό λόγο όσο και στο γραπτό πλαίσιο, αν και μπορεί να είναι πιο επισημμένη σε γραπτά κείμενα.
La película fue tan tediosa que me quedé dormido.
(Η ταινία ήταν τόσο κουραστική που αποκοιμήθηκα.)
Hacer tareas repetitivas puede ser muy tedioso.
(Το να κάνεις επαναληπτικά καθήκοντα μπορεί να είναι πολύ βαρετό.)
El libro es interesante al principio, pero se vuelve tedioso después de unas páginas.
(Το βιβλίο είναι ενδιαφέρον στην αρχή, αλλά γίνεται κουραστικό μετά από μερικές σελίδες.)
Η λέξη "tedioso" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις. Ακολουθούν ορισμένα παραδείγματα:
La reunión fue tan tediosa que todos perdimos interés rápidamente.
(Η συνάντηση ήταν τόσο βαρετή που όλοι χάσαμε γρήγορα το ενδιαφέρον.)
Hacer ejercicio todos los días se convierte en tedioso si no cambias la rutina.
(Το να γυμνάζεσαι κάθε μέρα γίνεται κουραστικό αν δεν αλλάξεις τη ρουτίνα.)
Ver series largas puede resultar tedioso, mejor ver documentales.
(Να παρακολουθείς μεγάλες σειρές μπορεί να είναι βαρετό, καλύτερα να δεις ντοκιμαντέρ.)
Estudiar para exámenes siempre es tedioso, pero vale la pena.
(Το να μελετάς για εξετάσεις είναι πάντα κουραστικό, αλλά αξίζει τον κόπο.)
Η λέξη "tedioso" προέρχεται από το λατινικό "taedĭum", που σημαίνει δυσαρέσκεια ή βαρεμάρα. Έτσι, η ρίζα της λέξης είναι συνυφασμένη με την αίσθηση της κούρασης και της απογοήτευσης.