Το "tenerse" είναι ρήμα.
/teˈneɾ.se/
Το "tenerse" στα Ισπανικά σημαίνει "να κρατιέμαι", "να στέκομαι σταθερός" ή "να αναγκάζομαι". Χρησιμοποιείται συχνά για να εκφράσει την ιδέα της στήριξης ή της σταθερότητας, είτε σωματικά είτε μεταφορικά. Έχει κοινή χρήση και στους προφορικούς και στους γραπτούς λόγους, αλλά είναι ιδιαίτερα συχνό σε καθημερινές φράσεις.
Me tengo de pie para no caer.
(Κρατιέμαι όρθιος για να μην πέσω.)
Él se tiene en casa porque está lloviendo.
(Αυτός κρατιέται σπίτι γιατί βρέχει.)
No puedo tenerme más tiempo sin comer.
(Δεν μπορώ να κρατηθώ περισσότερο χρόνου χωρίς φαγητό.)
Το "tenerse" απαντάται σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά:
Es importante tenerse en cuenta las opiniones de todos.
(Είναι σημαντικό να λαμβάνονται υπόψη οι γνώμες όλων.)
Tenerse en la cabeza
(Να διατηρείς κάτι στο μυαλό σου.)
Siempre me tengo en la cabeza mis responsabilidades.
(Πάντα διατηρώ στο μυαλό μου τις ευθύνες μου.)
Tenerse al margen
(Να κρατιέσαι στην άκρη, να απομακρύνεσαι.)
Decidí tenerme al margen de esa discusión.
(Αποφάσισα να κρατηθώ στην άκρη αυτής της συζήτησης.)
Tenerse de valor
(Να κρατιέσαι με θάρρος.)
Το "tenerse" προέρχεται από το ρήμα "tener", που σημαίνει "να έχω". Στο πλαίσιο της αυτοσυντήρησης ή του να διατηρείς κάτι, το "se" προσθέτει μια ανακλαστική διάσταση, υποδεικνύοντας δράση που αφορά τον εαυτό.
Συνώνυμα: - Sostenerse - Mantenerse
Αντώνυμα: - Caer - Dejarse
Αυτές οι πληροφορίες προσδιορίζουν τη χρήση και την κατανόηση της λέξης "tenerse" σε διάφορα συμφραζόμενα.