Το "teniente" είναι ουσιαστικό.
Фωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA): /teˈnjente/
Στα Ισπανικά, η λέξη "teniente" αναφέρεται συνήθως σε έναν στρατιωτικό βαθμό, που αντιστοιχεί στον υπολοχαγό ή λοχία σε άλλες γλώσσες. Αυτός ο βαθμός είναι συνήθως ο πρώτος που αποκτά κάποιος μετά την εκπαίδευση στις ένοπλες δυνάμεις. Η λέξη χρησιμοποιείται κυρίως σε στρατιωτικά και αστυνομικά συμφραζόμενα και έχει ταυτόχρονα μια γενικότερη, μεταφορική χρήση για να αναφέρεται σε έναν υφιστάμενο ή βοηθό σε άλλες επαγγελματικές δραστηριότητες.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι αρκετά υψηλή σε στρατιωτικά και αστυνομικά κείμενα, ενώ χρησιμοποιείται και μέσα σε προφορικές συζητήσεις, αλλά λιγότερο σε καθημερινά συμφραζόμενα.
Ο υπολοχαγός διέταξε τη συγκέντρωση των στρατευμάτων.
El teniente fue promovido a capitán después de la misión.
Η λέξη "teniente" δεν είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να εμφανίζεται σε φράσεις που σχετίζονται με στρατιωτικά συμφραζόμενα.
Ο υπολοχαγός της αστυνομίας είναι πάντα παρών σε σημαντικές εκδηλώσεις.
Cuando se necesita un teniente, uno debe estar preparado.
Όταν χρειάζεται ένας υπολοχαγός, πρέπει κανείς να είναι προετοιμασμένος.
En el campo de batalla, el teniente debe tomar decisiones rápidas.
Η λέξη "teniente" προέρχεται από το λατινικό "tenens", το οποίο σημαίνει "κρατώντας", και χρησιμοποιείται για να δηλώσει κάποιον που κατέχει ή "κρατά" μια θέση εξουσίας ή ευθύνης.
Συνώνυμα: - oficial - comandante (σε κάποιες περιπτώσεις)
Αντώνυμα: - soldado (στρατιώτης, σε κατώτερο βαθμό) - subordinado (υφιστάμενος)
Αυτές οι πληροφορίες θα σας δώσουν μια ολοκληρωμένη εικόνα για τη λέξη "teniente" στα Ισπανικά.