Ο όρος "tenis" είναι ουσιαστικό.
/ˈtenis/
Η λέξη "tenis" αναφέρεται σε ένα δημοφιλές ατομικό ή ομαδικό άθλημα, το οποίο παίζεται με ρακέτες και μπάλα σε γήπεδο με καθορισμένα όρια. Το παιχνίδι μπορεί να διεξάγεται είτε σε εσωτερικούς είτε σε εξωτερικούς χώρους. Είναι γνωστό για την ανάγκη συνδυασμού φυσικής αντοχής και στρατηγικής.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης "tenis" είναι υψηλή τόσο στον προφορικό όσο και στο γραπτό λόγο, καθώς το άθλημα είναι ένα από τα πιο δημοφιλή στον κόσμο.
(Θα παίξω τένις με τους φίλους μου αυτό το σαββατοκύριακο.)
El tenis es un deporte muy emocionante y competitivo.
(Το τένις είναι ένα πολύ συναρπαστικό και ανταγωνιστικό άθλημα.)
Me gustaría aprender a jugar tenis.
Η λέξη "tenis" συχνά χρησιμοποιείται σε ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με το άθλημα ή τον τρόπο ζωής των παικτών.
(Βρίσκομαι σε δύσκολη κατάσταση, σαν να είμαι στην πίστα του τένις.)
"Jugar al tenis con ventaja" σημαίνει ότι κάποιος έχει προβάδισμα ή πλεονέκτημα σε μια κατάσταση.
(Αυτός έχει πλεονέκτημα στην επιχείρηση, είναι σαν να παίζει τένις με πλεονέκτημα.)
"No hay quien le gane en tenis" σημαίνει ότι κάποιος είναι πολύ ταλαντούχος ή ικανός σε κάτι.
Η λέξη "tenis" προέρχεται από το αγγλικά "tennis", που με τη σειρά του έχει γαλλικές ρίζες (ο όρος "tenez", που σημαίνει "λάβετε"). Οι ρίζες της λέξης συνδέονται με τα πρώιμα μορφές του παιχνιδιού που παίζονταν σε γαλλικές αυλές.
Συνώνυμα: - Ρακετοπαίγνιο (σε πλατύτερη έννοια για παρόμοια αθλήματα)
Αντώνυμα: - Αδράνεια (στην έννοια της μη αθλητικής δραστηριότητας)
Αυτές οι πληροφορίες περιγράφουν διεξοδικά τη λέξη "tenis" στην ισπανική γλώσσα και πώς χρησιμοποιείται σε διάφορες καταστάσεις.