Ο όρος "tensar" είναι ρήμα.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "tensar" στο Διεθνές Φωνητικό Αλφάβητο (IPA) είναι: /tenˈsaɾ/.
Η λέξη "tensar" σημαίνει να τεντώνω ή να σφίγγω κάτι. Χρησιμοποιείται συχνά σε φυσικές και φυσικοχημικές περιβαλλοντικές έννοιες, αλλά και σε κοινωνικές καταστάσεις για να περιγράψει συναισθηματική ένταση ή πίεση. Η συχνότητα χρήσης της είναι μέτρια, με την τάση της να είναι πιο κοινή στον προφορικό λόγο σε καθημερινές συνομιλίες.
Παράδειγμα προτάσεων: - Los músculos comienzan a tensar cuando haces ejercicio. - (Οι μύες αρχίζουν να τεντώνονται όταν γυμνάζεσαι.)
Η λέξη "tensar" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις που περιγράφουν καταστάσεις έντασης ή πίεσης.
Παράδειγμα προτάσεων: - La atmósfera en esa reunión estaba muy tensa. - (Η ατμόσφαιρα σε αυτή τη συνάντηση ήταν πολύ τεταμένη.)
(Δεν είναι καλό να σφίγγεις τη χορδή περισσότερο από όσο χρειάζεται.)
A veces, es mejor relajar las tensiones en lugar de tensarlas más.
(Μερικές φορές, είναι καλύτερα να χαλαρώνεις τις εντάσεις παρά να τις τεντώνεις περισσότερο.)
La situación comenzó a tensarse cuando llegué.
(Η κατάσταση άρχισε να τείνεται όταν έφτασα.)
Esa crítica solo sirve para tensar aún más los vínculos.
Η λέξη "tensar" προέρχεται από το λατινικό "tensare", που σημαίνει "να τεντώσει".
Συνώνυμα: - estirar (να τεντώσει) - apretar (να σφίξει)
Αντώνυμα: - aflojar (να χαλαρώσει) - soltar (να απελευθερώσει)