Η λέξη "tensiones" είναι ουσιαστικό στον πληθυντικό.
Σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA), η φωνητική μεταγραφή είναι /tenˈsjone.s/.
Η λέξη "tensiones" μεταφράζεται στα Ελληνικά ως: - εντάσεις
Η λέξη "tensiones" αναφέρεται σε καταστάσεις ή γεγονότα που δημιουργούν πίεση, σύγκρουση ή ανησυχία. Χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορους τομείς όπως η ψυχολογία, η κοινωνιολογία, η πολιτική και η φυσική.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι αρκετά υψηλή, καθώς είναι κοινά διαδεδομένη σε γραπτά και προφορικά κείμενα, κυρίως σε περιβάλλοντα που αφορούν κοινωνικές ή εσωτερικές εντάσεις.
Las tensiones entre los dos países han aumentado en los últimos meses.
(Οι εντάσεις μεταξύ των δύο χωρών έχουν αυξηθεί τους τελευταίους μήνες.)
Es importante manejar las tensiones en el lugar de trabajo para mantener un buen ambiente.
(Είναι σημαντικό να διαχειριζόμαστε τις εντάσεις στον χώρο εργασίας για να διατηρήσουμε μια καλή ατμόσφαιρα.)
Στην ισπανική γλώσσα, η λέξη "tensiones" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, συνήθως για να περιγράψει κοινωνικές ή συναισθηματικές συγκρούσεις.
Vivir con tensiones puede afectar la salud mental.
(Η ζωή με εντάσεις μπορεί να επηρεάσει την ψυχική υγεία.)
Es fundamental aliviar tensiones en momentos de crisis.
(Είναι θεμελιώδες να ανακουφίζουμε τις εντάσεις σε περιόδους κρίσης.)
Las tensiones familiares son un tema delicado en muchos hogares.
(Οι οικογενειακές εντάσεις είναι ένα ευαίσθητο θέμα σε πολλά νοικοκυριά.)
Las tensiones laborales pueden derivar en conflictos innecesarios.
(Οι εργασιακές εντάσεις μπορούν να οδηγήσουν σε μη απαραίτητες συγκρούσεις.)
Η λέξη "tensiones" προέρχεται από το ρήμα "tensar", που σημαίνει "να τεντώνεις" ή "να ασκείς πίεση". Ουσιαστικά, η λέξη αντικατοπτρίζει την έννοια της πίεσης και της σύγκρουσης.
Συνώνυμα: - presiones (πιέσεις) - conflictos (συγκρούσεις) - estrés (άγχος)
Αντώνυμα: - armonía (αρμονία) - calma (ηρεμία) - paz (ειρήνη)