tenso - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

tenso (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "tenso" είναι επίθετο.

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "tenso" με χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι: /ˈtenso/.

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Η λέξη "tenso" μεταφράζεται στα Ελληνικά ως: - τεταμένος - σφιχτός

Σημασία της λέξης

Η λέξη "tenso" σημαίνει συνήθως "τεταμένος" ή "σφιχτός". Χρησιμοποιείται για να περιγράψει καταστάσεις όπου υπάρχει ένταση, είτε σωματική είτε ψυχολογική. Στη ιατρική, μπορεί να αναφέρεται σε μυϊκή ή σωματική ένταση. Η χρήση της είναι πιο συνηθισμένη στον προφορικό λόγο, αλλά εμφανίζεται και σε γραπτές επικοινωνίες.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. El músculo está tenso debido al estrés.
  2. Ο μυς είναι τεταμένος λόγω του άγχους.

  3. Ella estaba tensa antes de su presentación.

  4. Αυτή ήταν τεταμένη πριν από την παρουσίασή της.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "tenso" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, που συνήθως αναφέρονται σε συναισθηματικές ή σωματικές καταστάσεις.

Παραδείγματα ιδιωματικών εκφράσεων

  1. Estar tenso como una cuerda.
  2. Να είσαι τεταμένος σαν χορδή.

  3. La situación estaba tan tensa que nadie podía hablar.

  4. Η κατάσταση ήταν τόσο τεταμένη που κανείς δεν μπορούσε να μιλήσει.

  5. Después de la pelea, el ambiente se volvió tenso.

  6. Μετά τη συμπλοκή, η ατμόσφαιρα έγινε τεταμένη.

  7. No podía relajarme porque estaba todo tenso a mi alrededor.

  8. Δεν μπορούσα να χαλαρώσω γιατί όλα γύρω μου ήταν τεταμένα.

  9. La negociación se volvió tensa y complicada.

  10. Η διαπραγμάτευση έγινε τεταμένη και περίπλοκη.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "tenso" προέρχεται από τα Λατινικά "tensus", το οποίο είναι το συμμετοχικό (participle) του ρήματος "tendĕre", που σημαίνει "να τεντώνω".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - estirado (τεταμένος) - rígido (άκαμπτος)

Αντώνυμα: - relajado (χαλαρός) - suelto (χαλαρός, ελεύθερος)



23-07-2024