Η λέξη "tenso" είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "tenso" με χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι: /ˈtenso/.
Η λέξη "tenso" μεταφράζεται στα Ελληνικά ως: - τεταμένος - σφιχτός
Η λέξη "tenso" σημαίνει συνήθως "τεταμένος" ή "σφιχτός". Χρησιμοποιείται για να περιγράψει καταστάσεις όπου υπάρχει ένταση, είτε σωματική είτε ψυχολογική. Στη ιατρική, μπορεί να αναφέρεται σε μυϊκή ή σωματική ένταση. Η χρήση της είναι πιο συνηθισμένη στον προφορικό λόγο, αλλά εμφανίζεται και σε γραπτές επικοινωνίες.
Ο μυς είναι τεταμένος λόγω του άγχους.
Ella estaba tensa antes de su presentación.
Η λέξη "tenso" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, που συνήθως αναφέρονται σε συναισθηματικές ή σωματικές καταστάσεις.
Να είσαι τεταμένος σαν χορδή.
La situación estaba tan tensa que nadie podía hablar.
Η κατάσταση ήταν τόσο τεταμένη που κανείς δεν μπορούσε να μιλήσει.
Después de la pelea, el ambiente se volvió tenso.
Μετά τη συμπλοκή, η ατμόσφαιρα έγινε τεταμένη.
No podía relajarme porque estaba todo tenso a mi alrededor.
Δεν μπορούσα να χαλαρώσω γιατί όλα γύρω μου ήταν τεταμένα.
La negociación se volvió tensa y complicada.
Η λέξη "tenso" προέρχεται από τα Λατινικά "tensus", το οποίο είναι το συμμετοχικό (participle) του ρήματος "tendĕre", που σημαίνει "να τεντώνω".
Συνώνυμα: - estirado (τεταμένος) - rígido (άκαμπτος)
Αντώνυμα: - relajado (χαλαρός) - suelto (χαλαρός, ελεύθερος)