Η λέξη "tensor" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "tensor" στη διεθνή φωνητική αλφάβητο (IPA) είναι /ˈtɛn.sər/.
Η λέξη "tensor" αναφέρεται σε μαθηματική έννοια ή φυσική έννοια, που καθορίζει έναν ειδικό τύπο αντικειμένου που γενικεύει τις έννοιες των διανυσμάτων και των πινάκων. Στην ιατρική, αναφέρεται και σε σκελετικά ή μυϊκά τμήματα του σώματος, όπως στο τέντωμα ενός μυός. Στην Ισπανικά γλώσσα, χρησιμοποιείται συχνά σε τεχνικούς και επιστημονικούς τομείς, όπως η μηχανική, η φυσική και η ιατρική. Η χρήση του είναι συνήθως γραπτή και πιο σπάνια προφορική.
Ο τένσορας έχει πολλές εφαρμογές στη φυσική και τα μαθηματικά.
En medicina, se estudian los tensores musculares para entender mejor el movimiento.
Η λέξη "tensor" δεν είναι αναγνωρίσιμη σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα, όπως είναι πιο τεχνική. Ωστόσο, υπάρχουν εκφράσεις που περιλαμβάνουν την έννοια του τένσουρα:
Χρήση: Es importante tensar los músculos antes de ejercer ejercicio. (Είναι σημαντικό να τεντώσετε τους μύες πριν ασκήσετε άσκηση.)
Cargar el tensor.
Η λέξη "tensor" προέρχεται από τα Λατινικά "tensorem", που σημαίνει "αυτός που τεντώνει", από το ρήμα "tendere", που σημαίνει "τείνω" ή "τεντώνω".
Συνώνυμα: - Diagrama (για τη μαθηματική έννοια) - Matriz (σε ορισμένα πλαίσια)
Αντώνυμα: - Relajar (χαλαρώνω) - Flacear (χαλαρώνω ή αποδυναμώνω)