"tentativa" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
/tentatiβa/
Η λέξη "tentativa" στα Ισπανικά αναφέρεται σε μια δράση ή προσπάθεια να επιτευχθεί κάτι, συχνά σε περιπτώσεις όπου η επιτυχία δεν είναι εγγυημένη. Χρησιμοποιείται σε γενικούς, νομικούς και ιατρικούς τομείς. Στην καθημερινή χρήση, μπορεί να αναφέρεται σε μια απλή προσπάθεια ή εξέταση ενός σχεδίου. Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά στο γραπτό πλαίσιο, αλλά είναι επίσης συνηθισμένη στον προφορικό λόγο.
La tentativa de robo fue frustrada por la policía.
(Η απόπειρα κλοπής αποτράπηκε από την αστυνομία.)
Ella hizo una tentativa de reconciliación tras la pelea.
(Αυτή έκανε μια προσπάθεια συμφιλίωσης μετά τον καβγά.)
Necesitamos hacer una tentativa para resolver este problema.
(Πρέπει να κάνουμε μια προσπάθεια να επιλύσουμε αυτό το πρόβλημα.)
Η λέξη "tentativa" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά:
"Su tentativa en vano de convencerlos fue decepcionante."
(Η αποτυχημένη του προσπάθεια να τους πείσει ήταν απογοητευτική.)
Aprovechar la oportunidad de una tentativa
(Εκμεταλλεύομαι την ευκαιρία για μια προσπάθεια)
"Debemos aprovechar la oportunidad de una tentativa que se presenta ahora."
(Πρέπει να εκμεταλλευτούμε την ευκαιρία μιας προσπάθειας που παρουσιάζεται τώρα.)
Tentativa de suicidio
(Απόπειρα αυτοκτονίας)
"La reciente tentativa de suicidio hizo que todos se preocuparan."
(Η πρόσφατη απόπειρα αυτοκτονίας έκανε όλους να ανησυχούν.)
Tentativa de fraude
(Απόπειρα απάτης)
Η λέξη "tentativa" προέρχεται από το λατινικό "tentativa", που σημαίνει "αυτό που επιχειρείται", και προέρχεται από το ρήμα "tentare", το οποίο σημαίνει "να αγγίξω" ή "να προσπαθήσω".
Συνώνυμα: - intento (προσπάθεια) - esfuerzo (προσπάθεια, κόπος)
Αντώνυμα: - resignación (παραίτηση) - pasividad (παθητικότητα)