terapia: ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Φωνητική μεταγραφή: /teˈɾapia/
Η λέξη "terapia" σημαίνει την πράξη ή τη διαδικασία που αποσκοπεί στη θεραπεία ενός ατόμου. Χρησιμοποιείται κυρίως στον τομέα της ιατρικής και της ψυχολογίας, αναφερόμενη σε οποιαδήποτε μέθοδο ή τεχνική που στοχεύει στη βελτίωση της υγείας ή της ευημερίας ενός ατόμου. Είναι συχνά σε χρήση τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό πλαίσιο, αλλά πιο συχνά συναντάται σε ιατρικά ή επιστημονικά κείμενα.
Η ψυχολογική θεραπεία μπορεί να βοηθήσει τους ανθρώπους να ξεπεράσουν τα συναισθηματικά τους προβλήματα.
Muchos pacientes prefieren la terapia alternativa en lugar de la medicina tradicional.
Η λέξη "terapia" μπορεί να ενσωματωθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, όπως:
Η ομαδική θεραπεία είναι χρήσιμη για την ανταλλαγή εμπειριών.
Terapia ocupacional - Επαγγελματική θεραπεία
Η επαγγελματική θεραπεία βοηθά τους ανθρώπους να επανακτήσουν δεξιότητες για την καθημερινή ζωή.
Terapia de pareja - Θεραπεία ζεύγους
Η λέξη "terapia" προέρχεται από το ελληνικό "θεραπεία" (therapeia), που σημαίνει θεραπεία, από το ρήμα "θεραπεύω" (therapeuo), που σημαίνει να φροντίζω ή να θεραπεύω.
Μπορείτε να χρησιμοποιήσετε τη λέξη "terapia" σε διάφορα ιατρικά και ψυχολογικά συμφραζόμενα, αφού είναι ένα θεμελιώδες κομμάτι της ιατρικής ορολογίας.