Terciario είναι επίθετο.
/teɾˈθjaɾjo/
Η λέξη "terciario" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που σχετίζεται με το τρίτο επίπεδο ή τον τρίτο τομέα, ιδίως σε διάφορους τομείς, όπως η εκπαίδευση και η οικονομία. Στον ιατρικό τομέα, μπορεί να αναφέρεται σε τριτογενείς υπηρεσίες υγειονομικής περίθαλψης. Στη γεωλογία, μπορεί να αναφέρεται στον Τριτογενή γεωλογικό εποχή, η οποία είναι γνωστή για την ανάπτυξη των θηλαστικών και των φυτών.
Η χρήση της λέξης είναι αρκετά συχνή, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
El sector terciario es vital para la economía moderna.
(Ο τριτογενής τομέας είναι ζωτικής σημασίας για τη σύγχρονη οικονομία.)
En la educación terciaria, se forman profesionales altamente calificados.
(Στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, εκπαιδεύονται εξειδικευμένοι επαγγελματίες.)
Los servicios de salud terciarios son necesarios para tratamientos complejos.
(Οι τριτογενείς υπηρεσίες υγειονομικής περίθαλψης είναι απαραίτητες για πολύπλοκες θεραπείες.)
Η λέξη "terciario" δεν είναι τόσο κοινή σε ιδιωματικές εκφράσεις όπως ορισμένες άλλες λέξεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε κάποιες περιστασιακές εκφράσεις που σχετίζονται με την έννοια του τριτογενή τομέα ή υπηρεσιών.
"El aspecto terciario del problema no debe ignorarse."
(Η τριτογενής πλευρά του προβλήματος δεν πρέπει να παραβλέπεται.)
"En el ámbito terciario se requiere formación específica."
(Στον τριτογενή τομέα απαιτείται εξειδικευμένη εκπαίδευση.)
"Las empresas terciarias están en constante crecimiento."
(Οι τριτογενείς εταιρείες είναι σε συνεχή ανάπτυξη.)
Η λέξη "terciario" προέρχεται από τα λατινικά "tertiarius", που σημαίνει "τρίτος".
Συνώνυμα: - Tercero (τρίτος) - Secundario (δευτερεύων, δεύτερος)
Αντώνυμα: - Primario (πρωτεύων, πρώτος) - Secundario (δευτερεύων, δεύτερος)