Το "terminado" είναι επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA): /teɾmiˈnaðo/
Το "terminado" σημαίνει "ολοκληρωμένος" ή "τελειωμένος". Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που έχει ολοκληρωθεί ή έχει φτάσει σε ένα τέλος. Στη γλώσσα των Ισπανικών, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ποικιλία περιβαλλόντων, όπως στον προφορικό και στο γραπτό λόγο. Η συχνότητα χρήσης είναι υψηλή, καθώς αναφέρεται σε πολλές καθημερινές καταστάσεις.
Παραδείγματα προτάσεων:
- El proyecto está terminado.
(Το έργο είναι ολοκληρωμένο.)
¿Está terminado el informe?
(Είναι έτοιμη η αναφορά;)
La cena está terminada y lista para servir.
(Το δείπνο είναι έτοιμο και έτοιμο προς σερβίρισμα.)
Στο Ισπανικά, η λέξη "terminado" χρησιμοποιείται και σε ιδιωματικές εκφράσεις, που συνήθως εκφράζουν την ολοκλήρωση καθώς και την τελική κατάσταση κάποιου πράγματος ή γεγονότος.
Παραδείγματα ιδιωματικών εκφράσεων:
- Vale, estoy terminado con este proyecto y puedo empezar otro.
(Εντάξει, έχω τελειώσει με αυτό το έργο και μπορώ να αρχίσω ένα άλλο.)
Cuando termine mi tarea, sentiré que estoy realmente terminado.
(Όταν ολοκληρώσω την εργασία μου, θα νιώσω ότι είμαι πραγματικά τελειωμένος.)
El día que presentó su renuncia, ya estaba terminado en la empresa.
(Τη μέρα που υπέβαλε την παραίτησή του, ήταν ήδη τελειωμένος στην εταιρεία.)
Η λέξη "terminado" προέρχεται από το ρήμα "terminar", που σημαίνει "να ολοκληρώσεις" ή "να τελειώσεις". Η ρίζα του προέρχεται από το λατινικό "terminare", το οποίο σημαίνει "να ορίσεις μια οροφή ή ένα όριο".
Συνώνυμα: - finalizado - concluido - acabado
Αντώνυμα: - incompleto - en progreso - sin terminar