Terno είναι ουσιαστικό.
/ˈteɾ.no/
Η λέξη terno αναφέρεται συνήθως σε ένα σύνολο ρούχων που περιλαμβάνει κοστούμι, σακάκι και παντελόνι. Στα νησιά της Καραϊβικής, όπως η Κούβα και το Πουέρτο Ρίκο, η χρήση του είναι κοινή και συχνά παρατηρείται σε κοινωνικές εκδηλώσεις και επαγγελματικές εμφανίσεις. Η χρήση της λέξης είναι συχνή και στα γραπτά και στους προφορικούς λόγους, αν και οι σχηματισμοί της μπορεί να διαφέρουν ανάλογα με το πεδίο.
Αυτός φοράει ένα πολύ κομψό κοστούμι στον γάμο.
Mi padre siempre usa un terno para ir a trabajar.
Η λέξη terno δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά όταν συνδυάζεται με άλλες λέξεις να δημιουργήσει φράσεις, μπορεί να έχει μια ενδιαφέρουσα σημασία. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:
Μετάφραση: Να έχεις ένα έτοιμο κοστούμι.
"Hacer un terno con el clima"
Μετάφραση: Να φορέσεις κοστούμι ανάλογα με τον καιρό.
"El terno hace al hombre"
Η λέξη terno προέρχεται από την λατινική λέξη "ternus," που σημαίνει "τριπλός" ή "σε σετ." Αυτή η προέλευση σχετίζεται με τον τρόπο που τα ρούχα συνδυάζονται.
Συνώνυμα: - Conjunto (συνδυασμός) - Traje (κοστούμι)
Αντώνυμα: - Desaliño (ακαταστασία, όταν κάποιος δεν είναι σωστά ντυμένος)