Η λέξη "terquedad" είναι ουσιαστικό.
/teɾ.keˈðað/
Η λέξη "terquedad" αναφέρεται σε μια κατάσταση ή χαρακτηριστικό που περιγράφει την επιμονή ή την πείσμα ενός ατόμου να επιμείνει σε μια άποψη, συμπεριφορά ή απόφαση, παρά τις αντιρρήσεις ή τις δυσκολίες. Χρησιμοποιείται συχνά σε κοινωνικά και ψυχολογικά συμφραζόμενα. Στην ισπανική γλώσσα, η "terquedad" μπορεί να παρατηρηθεί σε συζητήσεις ή σε καταστάσεις όπου κάποιος αρνείται να αλλάξει γνώμη.
Η χρήση της είναι αρκετά συχνή και μπορεί να παρατηρηθεί περισσότερο στον προφορικό λόγο, αλλά επίσης και σε γραπτά κείμενα.
Su terquedad hizo que todos en la oficina se molestaran.
(Η πεισματάρα του έκανε όλους στο γραφείο να ταραχτούν.)
La terquedad de los niños puede ser frustrante para los padres.
(Η πεισματάρα των παιδιών μπορεί να είναι απογοητευτική για τους γονείς.)
A pesar de su terquedad, logró completar el proyecto a tiempo.
(Παρά την επιμονή του, κατάφερε να ολοκληρώσει το έργο εγκαίρως.)
Η λέξη "terquedad" δεν χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να βρεθεί σε κάποιες φράσεις που περιγράφουν την επιμονή κάποιου:
Con terquedad y tenacidad se logran grandes cosas.
(Με πείσμα και επιμονή επιτυγχάνονται μεγάλα πράγματα.)
La terquedad no siempre es una virtud, pero a veces puede ser necesaria.
(Η πεισματάρα δεν είναι πάντα αρετή, αλλά μερικές φορές μπορεί να είναι αναγκαία.)
Tienes que aprender a equilibrar tu terquedad con la flexibilidad.
(Πρέπει να μάθεις να ισορροπείς την πεισματάρα σου με την ευελιξία.)
Η λέξη "terquedad" προέρχεται από το επίθετο "terco", που σημαίνει πεισματάρης. Είναι δανεισμένη από την λατινική λέξη perticus, που έχει παρόμοια σημασία.
Συνώνυμα: - obstinación (επιμονή) - insistencia (εμμονή) - firmeza (σταθερότητα)
Αντώνυμα: - flexibilidad (ευελιξία) - conformidad (συμφωνία) - docilidad (υπακοή)