Η λέξη "terral" είναι ουσιαστικό και επίσης μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "terral" στα Ισπανικά είναι: /teˈral/
Η λέξη "terral" αναφέρεται σε έναν άνεμο που φυσάει από τη στεριά προς τη θάλασσα. Συνήθως, αυτός ο άνεμος προέρχεται από θερμές και ξηρές περιοχές και συχνά συνδέεται με ξηρές και ζεστές καιρικές συνθήκες. Χρησιμοποιείται κυρίως σε ναυτικά και μετεωρολογικά συμφραζόμενα.
Η λέξη "terral" χρησιμοποιείται κυρίως στον προφορικό λόγο, αν και είναι επίσης παρούσα σε γραπτές αναφορές, ειδικά σε κείμενα που σχετίζονται με τον καιρό και τη ναυτιλία.
Ο ξηρός άνεμος φυσούσε δυνατά στην ακτή.
Durante el verano, el terral provoca un aumento de temperaturas.
Κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, ο ξηρός άνεμος προκαλεί αύξηση της θερμοκρασίας.
Los pescadores prefieren salir al mar cuando no hay terral.
Η λέξη "terral" δεν είναι ιδιαίτερα γνωστή σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε φράσεις που αναφέρονται στους καιρούς και τη ναυτιλία:
Ο ξηρός άνεμος μπορεί να είναι σύμμαχος ή εχθρός για τους ναυτικούς.
Hay que tener cuidado con el terral, puede cambiar las condiciones del mar.
Πρέπει να είμαστε προσεκτικοί με τον ξηρό άνεμο, μπορεί να αλλάξει τις συνθήκες της θάλασσας.
Los días de terral son perfectos para navegar.
Οι μέρες με ξηρό άνεμο είναι τέλειες για ναυσιπλοΐα.
El terral trae consigo un cielo despejado.
Η λέξη "terral" προέρχεται από το λατινικό "terra", που σημαίνει "γη" ή "εδάφιο", υποδεικνύοντας την κατεύθυνση του ανέμου από τη στεριά.
arenoso (αμμώδης)
Αντώνυμα: