«Terreno abonado» είναι φράση που λειτουργεί ως ουσιαστικό και αναφέρεται σε γη ή έδαφος που έχει εμπλουτισθεί με λιπάσματα.
/teˈre.no aβoˈna.ðo/
Η φράση «terreno abonado» αναφέρεται σε εδάφη που έχουν υποστεί καλή καλλιεργητική φροντίδα και έχουν εμπλουτισθεί με λιπάσματα, με σκοπό να βελτιωθεί η ποιότητα του εδάφους και η παραγωγικότητά του. Χρησιμοποιείται συχνά στον γεωργικό και κηπουρικό τομέα.
Η χρήση της είναι περισσότερο συχνή σε γραπτό πλαίσιο, ιδιαίτερα σε αγροτικές περιγραφές ή επιστημονικές μελέτες. Αν και μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε προφορικό λόγο, οι πιο εξειδικευμένες περιγραφές τείνουν να εμφανίζονται σε γραπτά.
Οι γεωργοί εργάζονται στο λιπασμένο έδαφος για να επιτύχουν καλύτερη συγκομιδή.
Es importante elegir un terreno abonado para cultivar hortalizas.
Είναι σημαντικό να επιλέξετε ένα λιπασμένο έδαφος για να καλλιεργήσετε λαχανικά.
El terreno abonado puede aumentar la fertilidad de la tierra.
Συχνά η έννοια του «terreno abonado» μπορεί να απαντηθεί σε ιδιωματικές εκφράσεις που αφορούν την καλλιέργεια και τη φροντίδα εδάφους:
Το λιπασμένο έδαφος είναι το μυστικό για καλή γεωργία.
Con el terreno abonado, los cultivos crecerán más rápido.
Με το λιπασμένο έδαφος, οι καλλιέργειες θα αναπτυχθούν πιο γρήγορα.
Para plantar flores, primero debes preparar el terreno abonado.
Για να φυτέψεις λουλούδια, πρώτα πρέπει να προετοιμάσεις το λιπασμένο έδαφος.
El jardinero siempre recomienda usar terreno abonado para las plantas.
Η λέξη «terreno» προέρχεται από τα λατινικά «terrenum», που σημαίνει γη. Η λέξη «abonado» προέρχεται από το ρήμα «abonar», που σημαίνει «να λιπάνεις» ή «να εμπλουτίσεις».
Συνώνυμα: - Suelo fertilizado (λιπασμένο έδαφος) - Tierra enriquecida (εμπλουτισμένη γη)
Αντώνυμα: - Terreno estéril (άγονο έδαφος) - Suelo pobre (φτωχό έδαφος)