Επίθετο
/te.ɾi.to.ɾjal/
Η λέξη "territorial" αναφέρεται σε κάτι που σχετίζεται με μια καθορισμένη γεωγραφική περιοχή ή έδαφος. Συνήθως χρησιμοποιείται σε νομικά και γεωγραφικά συμφραζόμενα. Στη γλώσσα των Ισπανών, χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει ένα κράτος, μια περιοχή ή την κυριαρχία που ασκείται πάνω σε μια γεωγραφική περιοχή. Η συχνότητά χρήσης είναι αρκετά υψηλή και χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό, όσο και στον γραπτό λόγο, ανάλογα με το πλαίσιο.
Η εδαφική διαμάχη μεταξύ των δύο χωρών διαρκεί δεκαετίες.
Es importante respetar los derechos territoriales de los pueblos originarios.
Είναι σημαντικό να σεβόμαστε τα εδαφικά δικαιώματα των ιθαγενών λαών.
La administración territorial del estado debe ser eficiente.
Η λέξη "territorial" δεν έχει εξαιρετικά πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε συνδυασμούς που σχετίζονται με πολιτική και κανονισμούς. Ορισμένες προτάσεις είναι:
Οι εδαφικοί νόμοι ποικίλλουν από πολιτεία σε πολιτεία.
El derecho territorial es fundamental en el ámbito jurídico.
Το εδαφικό δίκαιο είναι θεμελιώδες στον νομικό τομέα.
La disputa territorial afectó a las relaciones diplomáticas.
Η λέξη "territorial" προέρχεται από το λατινικό όρο "territorialis", που προέρχεται από τη λέξη "terra" που σημαίνει "γη" ή "έδαφος".