Η λέξη "territorio" είναι ουσιαστικό.
[te.riˈto.ɾjo]
Η λέξη "territorio" αναφέρεται σε ένα συγκεκριμένο γεωγραφικό χώρο ή ποιότητα εδάφους που μπορεί να ανήκει σε ένα άτομο, μια χώρα ή μια πολιτική οντότητα. Χρησιμοποιείται σε διάφορους τομείς, όπως γενικά στον τομέα της γεωγραφίας, του δικαίου (για τα εδάφη δικαιοδοσίας) και στη στρατηγική (στρατιωτικά εδάφη).
Η χρήση της λέξης είναι συχνή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με ελαφρώς μεγαλύτερη συχνότητα στον γραπτό λόγο.
La Argentina es un territorio vasto y diverso.
(Η Αργεντινή είναι μια εκτενή και ποικιλόμορφη περιοχή.)
El territorio mexicano tiene una gran variedad cultural.
(Η μεξικανική περιοχή έχει μεγάλη πολιτιστική ποικιλία.)
Η λέξη "territorio" χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις:
Territorio de conquista
(Εδαφός κατάκτησης)
"Algunos creen que el espacio exterior es un territorio de conquista para la humanidad."
(Ορισμένοι πιστεύουν ότι ο διαστημικός χώρος είναι ένα έδαφος κατάκτησης για την ανθρωπότητα.)
Territorio peligroso
(Επικίνδυνη περιοχή)
"Esa zona se considera un territorio peligroso debido a la violencia."
(Αυτή η περιοχή θεωρείται επικίνδυνη λόγω της βίας.)
Defender el territorio
(Υπεράσπιση εδάφους)
"Los soldados son entrenados para defender el territorio nacional."
(Οι στρατιώτες εκπαιδεύονται για να υπερασπιστούν το εθνικό έδαφος.)
Η λέξη "territorio" προέρχεται από το λατινικό "territorium", το οποίο σημαίνει "έδαφος, περιοχή". Λέξεις με παρόμοια ρίζα βρίσκονται σε πολλές γλώσσες και σχετίζονται με την έννοια του εδάφους.
Συνώνυμα:
- área
- dominio
- región
Αντώνυμα:
- mar (θάλασσα)
- vacío (κενό)
Η λέξη "territorio" είναι κατανοητή και χρησιμοποιούμενη στα Ισπανικά με ποικιλία συμφραζομένων, και έχει σημαντική διάσταση στον πολιτικό, νομικό καθώς και στρατηγικό λόγο.