tesitura - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

tesitura (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "tesitura" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "tesitura" στα διεθνή φωνητικά αλφάβητο (IPA) είναι /tesiˈtuɾa/.

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Η λέξη "tesitura" μεταφράζεται στα Ελληνικά ως "θεσούρα" ή "δομή".

Σημασία

Η λέξη "tesitura" χρησιμοποιείται κυρίως στον τομέα της μουσικής και αναφέρεται στην περιοχή ή το εύρος φωνής ή ήχου, συνήθως για να περιγράψει το πιο χαρακτηριστικό ή το άνετο εύρος για έναν τραγουδιστή ή μουσικό. Χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτά κείμενα και λιγότερο στον προφορικό λόγο. Η συχνότητα χρήσης της είναι μέτρια, κυρίως σε μουσικές και θεωρητικές αναλύσεις.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. La tesitura de su voz es perfecta para cantar ópera.
    (Η θεσούρα της φωνής της είναι τέλεια για να τραγουδάει όπερα.)

  2. En esta canción, la tesitura es bastante alta.
    (Σε αυτό το τραγούδι, η θεσούρα είναι αρκετά υψηλή.)

  3. Los cantantes deben conocer su tesitura para elegir el repertorio adecuado.
    (Οι τραγουδιστές πρέπει να γνωρίζουν τη θεσούρα τους για να επιλέγουν το κατάλληλο ρεπερτόριο.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "tesitura" δεν είναι συνήθως μέλος πολλών ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορα μουσικά πλαίσια.

  1. Conocer la tesitura de un cantante es esencial para su desarrollo.
    (Η γνώση της θεσούρας ενός τραγουδιστή είναι απαραίτητη για την ανάπτυξή του.)

  2. Explorar diferentes tesituras puede enriquecer la interpretación musical.
    (Η εξερεύνηση διαφορετικών θεσούρων μπορεί να εμπλουτίσει την μουσική ερμηνεία.)

  3. La tesitura de una obra musical determina su complejidad.
    (Η θεσούρα μιας μουσικής έργου καθορίζει την πολυπλοκότητά της.)

Ετυμολογία

Η λέξη "tesitura" προέρχεται από τη λατινική λέξη "textura", που σημαίνει "κατασκευή" ή "υφάδι", και έχει εξελιχθεί στη σύγχρονη χρήση της στη μουσική.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: περιοχή φωνής, εύρος.
Αντώνυμα: περιορισμός (στην έννοια της περιορισμένης εμβέλειας ή του εύρους).



23-07-2024