testar - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

testar (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

/tesˈtar/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία

Η λέξη "testar" στην ισπανική γλώσσα σημαίνει "δοκιμάζω" ή "ελέγχω", συχνά σε σχέση με προϊόντα, υποθέσεις ή τεχνικές διαδικασίες. Σημαίνει επίσης να αναγγείλεις ή να επιβεβαιώσεις κάτι. Χρησιμοποιείται αρκετά συχνά και στις καθημερινές συνομιλίες, καθώς και σε γραπτά κείμενα.

Συχνότητα χρήσης

Η λέξη "testar" χρησιμοποιείται σε μεγάλο βαθμό και στις δύο μορφές της γλώσσας: προφορικά και γραπτά, αν και η χρήση της μπορεί να είναι πιο διαδεδομένη σε τεχνικά ή νομικά κείμενα.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. El ingeniero necesita testar el nuevo software antes de lanzarlo.
  2. Ο μηχανικός χρειάζεται να δοκιμάσει το νέο λογισμικό πριν το κυκλοφορήσει.

  3. Es importante testar todas las hipótesis antes de llegar a una conclusión.

  4. Είναι σημαντικό να ελέγξετε όλες τις υποθέσεις πριν φτάσετε σε ένα συμπέρασμα.

  5. Testar los equipos de seguridad es esencial para prevenir accidentes.

  6. Η εξέταση των συστημάτων ασφαλείας είναι ουσιώδης για την πρόληψη ατυχημάτων.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Ετυμολογία

Η λέξη "testar" προέρχεται από το λατινικό "testare", που σημαίνει "εξετάζω" ή "δοκιμάζω".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - comprobar (ελέγχω) - examinar (εξετάζω) - probar (δοκιμάζω)

Αντώνυμα: - ignorar (αγνοώ) - descartar (απορρίπτω)



23-07-2024