Ρήμα.
/tesˈtar/
Η λέξη "testar" στην ισπανική γλώσσα σημαίνει "δοκιμάζω" ή "ελέγχω", συχνά σε σχέση με προϊόντα, υποθέσεις ή τεχνικές διαδικασίες. Σημαίνει επίσης να αναγγείλεις ή να επιβεβαιώσεις κάτι. Χρησιμοποιείται αρκετά συχνά και στις καθημερινές συνομιλίες, καθώς και σε γραπτά κείμενα.
Η λέξη "testar" χρησιμοποιείται σε μεγάλο βαθμό και στις δύο μορφές της γλώσσας: προφορικά και γραπτά, αν και η χρήση της μπορεί να είναι πιο διαδεδομένη σε τεχνικά ή νομικά κείμενα.
Ο μηχανικός χρειάζεται να δοκιμάσει το νέο λογισμικό πριν το κυκλοφορήσει.
Es importante testar todas las hipótesis antes de llegar a una conclusión.
Είναι σημαντικό να ελέγξετε όλες τις υποθέσεις πριν φτάσετε σε ένα συμπέρασμα.
Testar los equipos de seguridad es esencial para prevenir accidentes.
Το παιδί πάντα δοκιμάζει την υπομονή των γονιών του.
Testar un producto
(Δοκιμάζω ένα προϊόν)
Σημαίνει να κάνουμε δοκιμή ενός προϊόντος πριν την αγορά του.
Decidí testar un nuevo café antes de comprarlo.
Αποφάσισα να δοκιμάσω έναν νέο καφέ πριν τον αγοράσω.
Testar los límites
(Δοκιμάζω τα όρια)
Αυτή η φράση χρησιμοποιείται για να δηλώσουμε ότι ξεπερνάμε τα αποδεκτά όρια.
Ella siempre está testeando los límites de su creatividad.
Η λέξη "testar" προέρχεται από το λατινικό "testare", που σημαίνει "εξετάζω" ή "δοκιμάζω".
Συνώνυμα: - comprobar (ελέγχω) - examinar (εξετάζω) - probar (δοκιμάζω)
Αντώνυμα: - ignorar (αγνοώ) - descartar (απορρίπτω)