testarudo: επίθετο
/phonetically: te.staˈɾu.ðo/
Η λέξη testarudo χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα άτομο που είναι πεισματάρης ή που δεν αλλάζει τη γνώμη του εύκολα. Συνήθως αναφέρεται σε συμπεριφορές που δείχνουν stubborness ή αντίσταση σε αλλαγές. Η λέξη είναι συχνά σε χρήση στη γλώσσα των Ισπανικών και εμφανίζεται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και είναι ελαφρώς πιο συχνή στον προφορικό λόγο.
Él es muy testarudo y no quiere escuchar a nadie.
(Αυτός είναι πολύ πεισματάρης και δεν θέλει να ακούσει κανέναν.)
No puedes ser testarudo si deseas encontrar soluciones.
(Δεν μπορείς να είσαι πεισματάρης αν θέλεις να βρεις λύσεις.)
A veces, ser testarudo puede causar problemas en las relaciones.
(Μερικές φορές, το να είσαι πεισματάρης μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα στις σχέσεις.)
Es un testarudo empedernido.
(Είναι ένας πεισματάρης χωρίς σωτηρία.)
No seas testarudo, a veces hay que ceder.
(Μην είσαι πεισματάρης, μερικές φορές πρέπει να υποχωρείς.)
Estar como una mula testaruda.
(Να είσαι πεισματάρης σαν η γαϊδουρίνα.) – Αυτή η έκφραση δηλώνει ότι κάποιος είναι εξαιρετικά πεισματάρης.
Una persona testaruda se aferra a sus creencias.
(Ένα πεισματάρη άτομο κρατά σφιχτά τις πεποιθήσεις του.)
El testarudo de mi amigo no quiere cambiar de opinión.
(Ο πεισματάρης φίλος μου δεν θέλει να αλλάξει γνώμη.)
Η λέξη testarudo προέρχεται από το λατινικό "testa", που σημαίνει "κεφάλι", συνδυασμένο με το επίθημα "-udo", το οποίο υποδηλώνει χαρακτηριστικά. Άρα, η ετυμολογία υποδηλώνει "κάποιον που είναι σφιχτός ή άκαμπτος στο κεφάλι".
Συνώνυμα: - obstinado (επίμονος) - cabezón (κατσούφης) - intransigente (αδιάλλακτος)
Αντώνυμα: - flexible (ευέλικτος) - dócil (υπακόλουθος) - conciliador (συμβιβαστικός)