Ο όρος "testigo" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή του "testigo" είναι [tesˈtiɣo] σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA).
Η λέξη "testigo" μεταφράζεται στα Ελληνικά ως "μάρτυρας".
Η λέξη "testigo" αναφέρεται σε ένα άτομο που παρακολουθεί ένα γεγονός και μπορεί να προσφέρει μαρτυρία σχετικά με αυτό, συνήθως σε νομικό πλαίσιο. Χρησιμοποιείται ευρέως τόσο σε προφορική όσο και σε γραπτή γλώσσα, συχνά σε νομικά έγγραφα και διαδικασίες. Μπορεί να εμφανίζεται σε διάφορες καταστάσεις που απαιτούν την παροχή αποδείξεων ή αξιοπιστών πληροφοριών.
El testigo fue muy claro en su declaración.
(Ο μάρτυρας ήταν πολύ σαφής στην κατάθεσή του.)
Los testigos del accidente ayudaron a la policía.
(Οι μάρτυρες του ατυχήματος βοήθησαν την αστυνομία.)
Un testigo puede cambiar el rumbo de un juicio.
(Ένας μάρτυρας μπορεί να αλλάξει την κατεύθυνση μιας δίκης.)
Η λέξη "testigo" χρησιμοποιείται και σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις.
Ser testigo de algo.
(Να είσαι μάρτυρας σε κάτι.)
Ejemplo: Fui testigo de una hermosa puesta de sol.
(Ήμουν μάρτυρας σε ένα όμορφο ηλιοβασίλεμα.)
No hay testigos.
(Δεν υπάρχουν μάρτυρες.)
Ejemplo: En la escena del crimen, no había testigos que pudieran ayudar.
(Στη σκηνή του εγκλήματος, δεν υπήρχαν μάρτυρες που να μπορούσαν να βοηθήσουν.)
El testigo clave.
(Ο βασικός μάρτυρας.)
Ejemplo: El testigo clave declaró en la corte ayer.
(Ο βασικός μάρτυρας κατέθεσε στο δικαστήριο χθες.)
Testigo de la historia.
(Μάρτυρας της ιστορίας.)
Ejemplo: Esa ciudad es testigo de muchos eventos históricos.
(Αυτή η πόλη είναι μάρτυρας πολλών ιστορικών γεγονότων.)
Η λέξη "testigo" προέρχεται από το λατινικό "testis", που σημαίνει "μάρτυρας" ή "αυτός που επαληθεύει".
Συνώνυμα: - testificante (μαρτυρικές) - testa (μάρτυρας)
Αντώνυμα: - inocente (αθώος) - mentiroso (ψεύτης)