Tetera: ουσιαστικό θηλυκού γένους.
[tɛˈteɾa]
Η λέξη "tetera" αναφέρεται σε μια σκεύη που χρησιμοποιείται κυρίως για την παρασκευή και την σερβίρισμα του τσαγιού. Είναι πιο κοινό να χρησιμοποιείται σε προφορικό λόγο, αλλά σημαντικό είναι και το γραπτό περιβάλλον, ειδικά σε συνταγές ή σε συζητήσεις σχετικά με το τσάι.
Θα βάλω νερό στην τσαγιέρα για να φτιάξω τσάι.
La tetera de cerámica es muy bonita y viene en varios colores.
Η λέξη "tetera" δεν έχει πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, όμως μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις για να σχηματίσει εκφράσεις σχετικές με την κουλτούρα του τσαγιού ή την οικογενειακή ζωή:
Δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο από μια τσαγιέρα γεμάτη τσάι για να μοιραστείς με φίλους.
La tetera siempre está en la mesa durante las reuniones familiares.
Η τσαγιέρα είναι πάντα στο τραπέζι κατά τις οικογενειακές συγκεντρώσεις.
Mi abuela siempre decía que la mejor tetera es aquella que tiene historias que contar.
Η λέξη "tetera" προέρχεται από το λατινικό "tefera", που σημαίνει "δοχείο για τσάι". Αναφέρεται στην αντικείμενο που χρησιμοποιείται για τη θέρμανση του νερού και την παρασκευή τσαγιού.
Συνώνυμα: - Taza (κούπα) - Calentador (θερμαντήρας)
Αντώνυμα: - Fría (κρύα, σχετικά με την θερμοκρασία του ροφήματος).