Η λέξη "ti" είναι αντωνυμία.
/ti/
Η λέξη "ti" μεταφράζεται στα ελληνικά ως "εσένα" ή "σένα".
Η "ti" χρησιμοποιείται στην ισπανική γλώσσα για να αναφέρεται σε κάποιον σε δεύτερο πρόσωπο, και συνήθως εμφανίζεται σε ρήματα που απαιτούν πρόθεση ή σε ερωτήσεις. Είναι συνηθισμένη και σε προφορικό αλλά και σε γραπτό λόγο, αν και συναντάται πιο συχνά στον προφορικό λόγο.
¿Vas a invitar a ti?
("Θα προσκαλέσεις εσένα;")
Siempre confío en ti.
("Πάντα εμπιστεύομαι εσένα.")
Te lo digo a ti.
("Σου το λέω εσένα.")
Η λέξη "ti" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:
Entre tú y yo (μεταξύ εσένα και εμένα)
"Entre tú y yo, creo que deberíamos hablar."
("Μεταξύ εσένα και εμένα, νομίζω ότι θα έπρεπε να μιλήσουμε.")
De ti depende (εξαρτάται από εσένα)
"El éxito de este proyecto de ti depende."
("Η επιτυχία αυτού του έργου εξαρτάται από εσένα.")
Para ti con cariño (για εσένα με αγάπη)
"Este regalo es para ti con cariño."
("Αυτό το δώρο είναι για εσένα με αγάπη.")
A ti te toca (εσένα σε αφορά)
"A ti te toca decidir qué haremos."
("Εσένα σε αφορά να αποφασίσεις τι θα κάνουμε.")
Sin ti no puedo (χωρίς εσένα δεν μπορώ)
"Sin ti no puedo imaginar mi vida."
("Χωρίς εσένα δεν μπορώ να φανταστώ τη ζωή μου.")
Η λέξη "ti" προέρχεται από τα λατινικά "tibi", που σημαίνει "σε εσένα" ή "για εσένα".
Συνώνυμα:
- tú (εσύ)
Αντώνυμα:
- yo (εγώ)