Tienda είναι ένα ουσιαστικό (feminine noun).
/ˈtje.nða/
Η λέξη tienda αναφέρεται σε ένα μέρος όπου πωλούνται προϊόντα, συνήθως σε εμπορικό πλαίσιο. Χρησιμοποιείται στον καθημερινό λόγο και είναι κοινή σε διάφορα σενάρια, είτε για να αναφερθεί σε μικρές τοπικές επιχειρήσεις είτε σε μεγαλύτερα καταστήματα. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή, τόσο στην προφορική όσο και στη γραπτή γλώσσα.
Πηγαίνω στο κατάστημα να αγοράσω ψωμί.
La tienda de ropa está cerrada hoy.
Το κατάστημα ρούχων είναι κλειστό σήμερα.
Necesitamos encontrar una tienda que venda frutas frescas.
Η λέξη tienda μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στο ισπανικά:
Αυτή η οδός φαίνεται σαν κατάστημα κανενός.
Estar en la tienda (έχει κακή κατάσταση ή διάθεση)
Σήμερα είμαι σε άσχημη διάθεση, δεν έχω όρεξη να κάνω τίποτα.
Tener una tienda abierta (να είσαι ενήμερος ή να έχεις πρόσβαση σε πληροφορίες)
Η λέξη tienda προέρχεται από την λατινική λέξη tenda, που σημαίνει «σκηνή» ή «κατάστημα».
Συνώνυμα: - negocio (επιχείρηση) - local (τοπικό)
Αντώνυμα: - vacío (κενό) - desierto (έρημος)
Η λέξη tienda είναι ευρέως χρησιμοποιούμενη στην ισπανική γλώσσα και σχηματίζει διάφορους τύπους εκφράσεων στην καθημερινή ομιλία.