Η λέξη "tierra" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "tierra" στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι [ˈtjera].
Η λέξη "tierra" στα ισπανικά αναφέρεται κυρίως στο έδαφος ή τη γη, τόσο σε γεωγραφικό όσο και σε φυσικό πλαίσιο. Χρησιμοποιείται συχνά σε σχέση με το φυσικό περιβάλλον, την καλλιέργεια και την ιδιοκτησία γης. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή, και χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό λόγο, αλλά και σε γραπτο κείμενα.
La tierra es fértil en esta región.
Η γη είναι γόνιμη σε αυτή την περιοχή.
Debemos cuidar nuestra tierra para las futuras generaciones.
Πρέπει να φροντίσουμε τη γη μας για τις μελλοντικές γενιές.
La tierra se utiliza para cultivar diferentes tipos de plantas.
Η γη χρησιμοποιείται για να καλλιεργηθούν διάφορα είδη φυτών.
Η λέξη "tierra" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά:
Tierra de nadie.
Έδαφος κανενός. (Αναφέρεται σε περιοχή που δεν ελέγχεται ή δεν έχει ιδιοκτήτες.)
Caer de la tierra.
Να πέσει από τη γη. (Χρησιμοποιείται όταν κάτι ή κάποιος εξαφανίζεται ξαφνικά.)
Poner los pies en la tierra.
Να βάλεις τα πόδια σου στη γη. (Σημαίνει να παραμείνεις ρεαλιστής ή να επιστρέψεις στην πραγματικότητα.)
Hablar de tierra quemada.
Να μιλάς για καμένη γη. (Επικαλούμενος μια κατάσταση όπου δεν υπάρχει ελπίδα ή ευκαιρίες.)
Gente de la tierra.
Ο κόσμος της γης. (Αναφέρεται στους ντόπιους ή στους κατοίκους ενός τόπου.)
Η λέξη "tierra" προέρχεται από την Λατινική λέξη "terra", που σημαίνει γη ή έδαφος.
Συνώνυμα: - Suelo (εδάφους) - Campo (πεδίο/χωράφι)
Αντώνυμα: - Cielo (ουρανός) - Agua (νερό)