Ρήμα.
[t̪il̪ˈðaɾ]
Η λέξη "tildar" στα ισπανικά σημαίνει να επισημάνουμε ή να προσδώσουμε σημασία σε κάτι, ιδιαίτερα με την έννοια της υπογραφής ή της επισήμανσης με μια ταινία ή εικόνα. Χρησιμοποιείται ευρέως τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο, αλλά πιο συχνά σε καθημερινές συνομιλίες όπου οι άνθρωποι αναφέρονται σε επισημάνσεις ή ενδείξεις.
Μου αρέσει να επισημαίνω τα βιβλία που έχω διαβάσει.
Debemos tildar los errores en el informe.
Πρέπει να υπογραμμίσουμε τα λάθη στην αναφορά.
Ella suele tildar a las personas que considera importantes.
Η λέξη "tildar" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που εκφράζουν την ιδέα της επισημάνσεως ή της υπαγόρευσης.
"Δεν μπορείς να χαρακτηρίσεις κάποιον τρελό μόνο και μόνο επειδή σκέφτεται διαφορετικά."
Tildar un problema.
"Είναι σημαντικό να επισημάνουμε ένα πρόβλημα πριν βρούμε τη λύση."
Tildar a alguien de traidor.
Η λέξη "tildar" προέρχεται από το λατινικό "tildare", το οποίο συνδέεται με την έννοια της σήμανσης ή της υπογραφής.
Συνώνυμα: - marcar (σημειώνω) - señalar (δείχνω)
Αντώνυμα: - ignorar (αγνοώ) - desestimar (απορρίπτω)