tina - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

tina (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "tina" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.

Φωνητική μεταγραφή

[ˈtina]

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και Χρήση

Η λέξη "tina" σημαίνει "λουτρό" ή "μπανιέρα" στα Ισπανικά. Χρησιμοποιείται ευρέως για να περιγράψει το μέρος όπου κάποιος πλένεται. Είναι μια λέξη που μπορεί να βρεθεί σε διάφορα συμφραζόμενα, κυρίως σε γραπτό και προφορικό λόγο, αλλά χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό λόγο, ιδίως σε συζητήσεις που αφορούν τη διαβίωση, την καθαριότητα ή τη ζωή στο σπίτι.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. Ella se relaja en la tina después de un largo día.
  2. Αυτή χαλαρώνει στην μπανιέρα μετά από μια μεγάλη μέρα.

  3. La tina del baño es muy grande y cómoda.

  4. Η μπανιέρα του μπάνιου είναι πολύ μεγάλη και άνετη.

Ιδιωματικές εκφράσεις

  1. Tener una tina llena es una invitación al descanso.
  2. Να έχεις μια γεμάτη μπανιέρα είναι μια πρόσκληση για ξεκούραση.

  3. Voy a sumergirme en la tina y olvidar mis problemas.

  4. Θα βυθιστώ στην μπανιέρα και θα ξεχάσω τα προβλήματά μου.

  5. La tina es el lugar perfecto para reflexionar y relajarse.

  6. Η μπανιέρα είναι το τέλειο μέρος για να σκεφτείς και να χαλαρώσεις.

  7. Despertar y no tener agua para llenar la tina es frustrante.

  8. Να ξυπνάς και να μην έχεις νερό για να γεμίσεις την μπανιέρα είναι απογοητευτικό.

  9. A veces necesito un baño de tina para despejar la mente.

  10. Καμιά φορά χρειάζομαι ένα λουτρό στην μπανιέρα για να καθαρίσω το μυαλό.

Ετυμολογία

Η λέξη "tina" προέρχεται από τα λατινικά "tina", που σημαίνει "μεγάλο αγγείο" ή "λουτρό". Η χρήση της έχει παραμείνει σχεδόν ανέπαφη μέσα στον χρόνο, με την ίδια βασική έννοια.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - bañera (μπανιέρα) - lavabo (νιπτήρας - σε συγκεκριμένα συμφραζόμενα)

Αντώνυμα: - seco (ξηρό - σε αναφορά στην έλλειψη νερού)



22-07-2024