Το "tina" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
[ˈtina]
Η λέξη "tina" σημαίνει "λουτρό" ή "μπανιέρα" στα Ισπανικά. Χρησιμοποιείται ευρέως για να περιγράψει το μέρος όπου κάποιος πλένεται. Είναι μια λέξη που μπορεί να βρεθεί σε διάφορα συμφραζόμενα, κυρίως σε γραπτό και προφορικό λόγο, αλλά χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό λόγο, ιδίως σε συζητήσεις που αφορούν τη διαβίωση, την καθαριότητα ή τη ζωή στο σπίτι.
Αυτή χαλαρώνει στην μπανιέρα μετά από μια μεγάλη μέρα.
La tina del baño es muy grande y cómoda.
Να έχεις μια γεμάτη μπανιέρα είναι μια πρόσκληση για ξεκούραση.
Voy a sumergirme en la tina y olvidar mis problemas.
Θα βυθιστώ στην μπανιέρα και θα ξεχάσω τα προβλήματά μου.
La tina es el lugar perfecto para reflexionar y relajarse.
Η μπανιέρα είναι το τέλειο μέρος για να σκεφτείς και να χαλαρώσεις.
Despertar y no tener agua para llenar la tina es frustrante.
Να ξυπνάς και να μην έχεις νερό για να γεμίσεις την μπανιέρα είναι απογοητευτικό.
A veces necesito un baño de tina para despejar la mente.
Η λέξη "tina" προέρχεται από τα λατινικά "tina", που σημαίνει "μεγάλο αγγείο" ή "λουτρό". Η χρήση της έχει παραμείνει σχεδόν ανέπαφη μέσα στον χρόνο, με την ίδια βασική έννοια.
Συνώνυμα: - bañera (μπανιέρα) - lavabo (νιπτήρας - σε συγκεκριμένα συμφραζόμενα)
Αντώνυμα: - seco (ξηρό - σε αναφορά στην έλλειψη νερού)