tinta: ουσιαστικό (feminine)
[ˈtinta]
Η λέξη "tinta" αναφέρεται σε υγρά χρώματα ή μελάνια που χρησιμοποιούνται για ζωγραφική, γραφή ή οποιαδήποτε άλλη μορφή καλλιτεχνικής ή γραφικής έκφρασης. Η χρήση της είναι κοινή τόσο στη λογοτεχνία όσο και στην καθημερινή ομιλία όπου σχετίζεται με το χρώμα ή το μέσο που χρησιμοποιείται σε καλλιτεχνικές διαδικασίες. Η λέξη χρησιμοποιείται πιο συχνά σε γραπτό κείμενο, αλλά μπορεί να βρεθεί και σε προφορικό λόγο.
Το μελάνι της πένας έχει τελειώσει.
En la clase de arte, usamos diferentes tintas para nuestros proyectos.
Η λέξη "tinta" δεν είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να βρει εφαρμογή σε ορισμένα φράσεις που αφορούν τη ζωγραφική ή τη γραφή. Ακολουθούν κάποιες τέτοιες εκφράσεις:
(Χρησιμοποιείται μεταφορικά για την έναρξη ή ολοκλήρωση μιας γραπτής εργασίας.)
La tinta corre libre.
(Αναφέρεται στη δημιουργική διαδικασία που δεν έχει περιορισμούς.)
Darle color a la vida con tinta.
Η λέξη "tinta" προέρχεται από το λατινικό "tincta", το οποίο είναι το γυναικείο μορφικό του "tingere", που σημαίνει "χρωματίζω" ή "βάφω".
Συνώνυμα: - color (χρώμα) - pintura (χρώμα/βάψιμο)
Αντώνυμα: - transparente (διαφανές) - incoloro (άχρωμο)
Αυτό ολοκληρώνει την ανάλυση της λέξης "tinta".