tinta - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

tinta (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

tinta: ουσιαστικό (feminine)

Φωνητική μεταγραφή

[ˈtinta]

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "tinta" αναφέρεται σε υγρά χρώματα ή μελάνια που χρησιμοποιούνται για ζωγραφική, γραφή ή οποιαδήποτε άλλη μορφή καλλιτεχνικής ή γραφικής έκφρασης. Η χρήση της είναι κοινή τόσο στη λογοτεχνία όσο και στην καθημερινή ομιλία όπου σχετίζεται με το χρώμα ή το μέσο που χρησιμοποιείται σε καλλιτεχνικές διαδικασίες. Η λέξη χρησιμοποιείται πιο συχνά σε γραπτό κείμενο, αλλά μπορεί να βρεθεί και σε προφορικό λόγο.

Παραδείγματα

  1. La tinta de la pluma se ha acabado.
  2. Το μελάνι της πένας έχει τελειώσει.

  3. En la clase de arte, usamos diferentes tintas para nuestros proyectos.

  4. Στην τάξη τέχνης, χρησιμοποιούμε διάφορα χρώματα για τα έργα μας.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "tinta" δεν είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να βρει εφαρμογή σε ορισμένα φράσεις που αφορούν τη ζωγραφική ή τη γραφή. Ακολουθούν κάποιες τέτοιες εκφράσεις:

  1. Poner tinta en el papel.
  2. Βάζω μελάνι στο χαρτί.
  3. (Χρησιμοποιείται μεταφορικά για την έναρξη ή ολοκλήρωση μιας γραπτής εργασίας.)

  4. La tinta corre libre.

  5. Το μελάνι ρέει ελεύθερα.
  6. (Αναφέρεται στη δημιουργική διαδικασία που δεν έχει περιορισμούς.)

  7. Darle color a la vida con tinta.

  8. Δίνω χρώμα στη ζωή με μελάνι.
  9. (Μια φράση που προδίδει την ανάγκη για δημιουργικότητα στην καθημερινότητα.)

Ετυμολογία

Η λέξη "tinta" προέρχεται από το λατινικό "tincta", το οποίο είναι το γυναικείο μορφικό του "tingere", που σημαίνει "χρωματίζω" ή "βάφω".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - color (χρώμα) - pintura (χρώμα/βάψιμο)

Αντώνυμα: - transparente (διαφανές) - incoloro (άχρωμο)

Αυτό ολοκληρώνει την ανάλυση της λέξης "tinta".



22-07-2024