tinte - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

tinte (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "tinte" είναι ουσιαστικό.

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή του "tinte" είναι /ˈtinte/.

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και χρήση

Ο όρος "tinte" αναφέρεται γενικά σε ένα χρώμα ή μελάνι που χρησιμοποιείται για τη ζωγραφική, την εκτύπωση ή άλλες εφαρμογές. Στη ιατρική, ενδέχεται να χρησιμοποιηθεί σε περιβάλλοντα ιατρικής εικόνας ή χρωματισμού για να προσδιοριστεί η κατάσταση κάποιου ιστού ή οργάνου. Σε καλλιτεχνικά πλαίσια, συχνά χρησιμοποιείται για να περιγράψει το χρώμα ή τη σκιά ενός συγκεκριμένου έργου τέχνης.

Η συχνότητα χρήσης του "tinte" είναι μέτρια, με την έννοια να χρησιμοποιείται περισσότερο στο γραπτό πλαίσιο, όπως σε βιβλία, άρθρα ή οδηγούς αλλά και στην καθημερινή ζωή όταν γίνεται λόγος για ζωγραφική ή εκτύπωση.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. El pintor eligió un tinte azul para su obra.
  2. Ο ζωγράφος επέλεξε ένα μπλε χρώμα για το έργο του.

  3. Necesitamos más tinte para la impresora.

  4. Χρειαζόμαστε περισσότερο μελάνι για τον εκτυπωτή.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Το "tinte" χρησιμοποιείται και σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά. Ακολουθούν ορισμένα παραδείγματα:

  1. Dar un nuevo tinte a la situación.
  2. Δίνω μια νέα διάσταση στην κατάσταση.

  3. El tinte de su voz lo delataba.

  4. Ο τόνος της φωνής του τον προδίδει.

  5. Cambiar el tinte de la conversación.

  6. Αλλάζω την κατεύθυνση της συνομιλίας.

  7. Un tinte de tristeza se notaba en sus palabras.

  8. Ένα χρώμα θλίψης φαινόταν στα λόγια του.

  9. El proyecto adquirió un tinte internacional.

  10. Το έργο απέκτησε διεθνή διάσταση.

  11. El tinte de humor fue bien recibido en la presentación.

  12. Ο χιουμοριστικός τόνος έγινε δεκτός στη παρουσίαση.

Ετυμολογία

Η λέξη "tinte" προέρχεται από το λατινικό "tinctus," το οποίο σημαίνει "χρωματισμένος" ή "βάμματος".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Color (χρώμα) - Tono (τόνος)

Αντώνυμα: - Blanco (άσπρο - στην έννοια έλλειψης χρώματος) - Transparente (διάφανο - στην έννοια του μη χρωματισμένου)



23-07-2024