Το "tinte" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή του "tinte" είναι /ˈtinte/.
Ο όρος "tinte" αναφέρεται γενικά σε ένα χρώμα ή μελάνι που χρησιμοποιείται για τη ζωγραφική, την εκτύπωση ή άλλες εφαρμογές. Στη ιατρική, ενδέχεται να χρησιμοποιηθεί σε περιβάλλοντα ιατρικής εικόνας ή χρωματισμού για να προσδιοριστεί η κατάσταση κάποιου ιστού ή οργάνου. Σε καλλιτεχνικά πλαίσια, συχνά χρησιμοποιείται για να περιγράψει το χρώμα ή τη σκιά ενός συγκεκριμένου έργου τέχνης.
Η συχνότητα χρήσης του "tinte" είναι μέτρια, με την έννοια να χρησιμοποιείται περισσότερο στο γραπτό πλαίσιο, όπως σε βιβλία, άρθρα ή οδηγούς αλλά και στην καθημερινή ζωή όταν γίνεται λόγος για ζωγραφική ή εκτύπωση.
Ο ζωγράφος επέλεξε ένα μπλε χρώμα για το έργο του.
Necesitamos más tinte para la impresora.
Το "tinte" χρησιμοποιείται και σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά. Ακολουθούν ορισμένα παραδείγματα:
Δίνω μια νέα διάσταση στην κατάσταση.
El tinte de su voz lo delataba.
Ο τόνος της φωνής του τον προδίδει.
Cambiar el tinte de la conversación.
Αλλάζω την κατεύθυνση της συνομιλίας.
Un tinte de tristeza se notaba en sus palabras.
Ένα χρώμα θλίψης φαινόταν στα λόγια του.
El proyecto adquirió un tinte internacional.
Το έργο απέκτησε διεθνή διάσταση.
El tinte de humor fue bien recibido en la presentación.
Η λέξη "tinte" προέρχεται από το λατινικό "tinctus," το οποίο σημαίνει "χρωματισμένος" ή "βάμματος".
Συνώνυμα: - Color (χρώμα) - Tono (τόνος)
Αντώνυμα: - Blanco (άσπρο - στην έννοια έλλειψης χρώματος) - Transparente (διάφανο - στην έννοια του μη χρωματισμένου)