Το "tiquismiquis" είναι επίθετο.
/h/ti.ki.smiˈkis/
Η λέξη "tiquismiquis" χρησιμοποιείται για να περιγράψει άτομα που είναι υπερβολικά λεπτολόγα ή που προσαρμόζονται σε πολύ μικρές λεπτομέρειες των πραγμάτων. Χρησιμοποιείται συνήθως σε πιο ανεπίσημο ή προφορικό λόγο και έχει μια ελαφρώς χιουμοριστική ή ειρωνική χροιά. Η συχνότητα χρήσης της είναι πιο έντονη στον προφορικό λόγο, όταν οι άνθρωποι εκφράζουν την αγανάκτηση ή την αναστάτωσή τους για τις λεπτομέρειες.
No seas tan tiquismiquis, disfruta la vida.
(Μη γίνεσαι τόσο γκρινιάρης, απόλαυσε τη ζωή.)
Mi hermano es muy tiquismiquis con la limpieza de su cuarto.
(Ο αδερφός μου είναι πολύ υποχόνδριος με την καθαριότητα του δωματίου του.)
No me gusta la gente tiquismiquis que siempre se queja por todo.
(Δεν μου αρέσουν οι γκρινιάρηδες που πάντα παρα complaining για όλα.)
Η λέξη "tiquismiquis" χρησιμοποιείται σπάνια σε ειδικές ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να συνδυαστεί σε καθημερινές φράσεις που περιγράφουν ανθρώπους ή καταστάσεις:
Es un tiquismiquis de primera, siempre tiene algo que criticar.
(Είναι γκρινιάρης πρώτης κατηγορίας, πάντα έχει κάτι να επικρίνει.)
En la oficina hay varios tiquismiquis que no pueden soportar un error en el informe.
(Στο γραφείο υπάρχουν αρκετοί υποχόνδριοι που δεν μπορούν να ανεχτούν ένα λάθος στην αναφορά.)
Los tiquismiquis suelen ser personas muy organizadas, pero también pueden ser agotadoras.
(Οι γκρινιάρηδες συνήθως είναι πολύ οργανωμένα άτομα, αλλά μπορούν επίσης να είναι εξαντλητικά.)
Η προέλευση της λέξης "tiquismiquis" δεν είναι ακριβώς σαφής, αλλά θεωρείται ότι είναι Ισπανική δημιουργία που προέρχεται από τη σύνθεση των λέξεων "tiquis" και "miquis", οι οποίες περιγράφουν γενικά μικρές λεπτομέρειες και μικροπράγματα.
Συνώνυμα: - Meticuloso (λεπτολόγος) - Exigente (απαιτητικός)
Αντώνυμα: - Indiferente (αδιάφορος) - Despreocupado (αμέριμνος)