Το "tirado" είναι επίθετο και αποτελεί μετοχή του ρήματος "tirar", το οποίο σημαίνει "ρίχνω".
Η φωνητική μεταγραφή του "tirado" είναι /tiˈɾaðo/.
Η λέξη "tirado" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι ή κάποιον που έχει ριχτεί ή πεταχτεί, είτε κυριολεκτικά είτε μεταφορικά. Συχνά χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις που αναφέρονται σε άτομα που έχουν εγκαταληφθεί ή βρίσκονται σε ομάδες κοινωνικής περιθωριοποίησης.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι σχετικά υψηλή, κυρίως στον προφορικό λόγο, καθώς περιγράφει καταστάσεις και συναισθήματα που μπορεί να βιώνουν οι άνθρωποι.
"El niño estaba tirado en el suelo."
(Το παιδί ήταν ριγμένο στο έδαφος.)
"No dejes tus cosas tiradas por ahí."
(Μη αφήνεις τα πράγματά σου πεταμένα εκεί πέρα.)
"Se sintió tirado después de la pelea."
(Ένιωσε ριγμένος μετά τη συμπλοκή.)
Η λέξη "tirado" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που είναι πολύ κουρασμένος ή θέλει να κοιμηθεί.
"Tirado en la calle."
(Ριγμένος στον δρόμο.)
Χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε άτομα που ζουν στους δρόμους ή βρίσκονται σε κοινωνική περιθωριοποίηση.
"Tirado en un rincón."
(Ριγμένος σε μια γωνιά.)
Αναφέρεται σε κάποιον που είναι απομονωμένος ή αόρατος λόγω της κατάστασής του.
"Tirarse al río."
(Να ριχτείς στο ποτάμι.)
Συχνά χρησιμοποιούμενο ως έκφραση για το να κάνεις τα πάντα χωρίς να σκεφτείς τις συνέπειες.
"Estar tirado de la risa."
(Να είσαι ριγμένος από τα γέλια.)
Η λέξη "tirado" προέρχεται από το ρήμα "tirar", το οποίο σημαίνει "ρίχνω". Έχει χρησιμοποιηθεί στην ισπανική γλώσσα από τον 16ο αιώνα.
Συνώνυμα: - Lanzado (ριγμένος) - Arrojado (πεταγμένος) - Descartado (εγκαταλειμμένος)
Αντώνυμα: - Recogido (μαζεμένος) - Guardado (φυλαγμένος) - Cuidado (φροντισμένος)