Tiritar είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή: /ti.ɾiˈtaɾ/
Η λέξη tiritar χρησιμοποιείται στα ισπανικά για να περιγράψει την κίνηση ή το αίσθημα του τρέμματος, συνήθως κατά τη διάρκεια ψυχρού καιρού ή σε συναισθηματικές καταστάσεις, όπως ο φόβος.
Συχνότητα χρήσης: Η λέξη είναι πιο συχνά χρησιμοποιούμενη στον προφορικό λόγο σε κοινωνικές συζητήσεις και καθημερινές καταστάσεις, αλλά μπορεί επίσης να εμφανίζεται σε γραπτά κείμενα.
Όταν κάνει κρύο, μερικές φορές αρχίζω να τρέμω.
Ella estaba tan asustada que no podía dejar de tiritar.
Ήταν τόσο φοβισμένη που δεν μπορούσε να σταματήσει να τρέμει.
El perro empezó a tiritar cuando lo sacamos a la nieve.
Η λέξη tiritar δεν αποτελεί μέρος πολλών ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε συνδυασμό με άλλες λέξεις για να εκφράσει καταστάσεις λαχτάρας ή φόβου.
Με κάνει να τρέμω μόνο που το σκέφτομαι.
Al ver la película de terror, empecé a tiraritar.
Όταν είδα την ταινία τρόμου, άρχισα να τρέμω.
Estaba tan nervioso que no podía dejar de tiraritar.
Η λέξη tiritar προέρχεται από τη λατινική λέξη "tremitare," η οποία σημαίνει "τρέμω" ή "κλονίζομαι."
Συνώνυμα: - temblar (τρέμω) - estremecer (ταρακουνώ)
Αντώνυμα: - calmarse (ηρεμώ) - estabilizar (σταθεροποιώ)