Το "titubeo" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή του "titubeo" με τη χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι: /ti.tuˈβe.o/.
Η λέξη "titubeo" χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια κατάσταση αμφιβολίας ή αβεβαιότητας, όπου κάποιος δυσκολεύεται να εκφράσει ή να εκτελέσει κάτι με αυτοπεποίθηση. Χρησιμοποιείται συχνά σε είτε προφορικό είτε γραπτό λόγο, κυρίως στο πλαίσιο της ιατρικής για να αναφερθεί σε δονήσεις ή ασταθή κίνηση.
Το ταλαντεία κατά την ομιλία μπορεί να είναι σημάδι νευρικότητας.
Su titubeo al caminar indicaba que no se sentía seguro.
Το τρεμούλιασμα ενώ περπατούσε υποδεικνύει ότι δεν ένιωθε ασφαλής.
El titubeo en su voz reveló su indecisión.
Η λέξη "titubeo" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να ενσωματωθεί σε κάποιες. Παρόλα αυτά, παρακάτω μερικές προτάσεις που δείχνουν τη χρήση της λέξης:
Δεν υπάρχει δόνηση όταν πρόκειται να υπερασπιστείς τις αρχές σου.
A pesar del titubeo inicial, logró dar un buen discurso.
Παρά την αβεβαιότητα στην αρχή, κατάφερε να δώσει μια καλή ομιλία.
El titubeo de su respuesta me hizo dudar de su sinceridad.
Η λέξη "titubeo" προέρχεται από το ρήμα "titubear", που σημαίνει "διστακτώ να μιλήσω ή να μετακινηθώ", και έχει λατινικές ρίζες, σχετιζόμενες με την έννοια της ανισορροπίας.
duda (αμφιβολία)
Αντώνυμα: