Το "titulado" είναι επίθετο στη γλώσσα Ισπανικά.
Η φωνητική μεταγραφή του "titulado" σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι: /tituˈlaðo/.
Η λέξη "titulado" χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα άτομο που κατέχει έναν τίτλο ή πτυχίο, ή συνήθως αναφέρεται σε κάποιον που έχει ολοκληρώσει τις απαιτούμενες σπουδές για να αποκτήσει έναν ακαδημαϊκό τίτλο. Στη γλώσσα Ισπανικά, η χρήση της λέξης είναι κοινή και είναι περισσότερο συνηθισμένη σε επίσημες ή γραπτές καταστάσεις, όπως σε ακαδημαϊκά έγγραφα, βιογραφικά, και νομικά κείμενα.
Ο δικηγόρος είναι κάτοχος τίτλου στο δίκαιο.
Ella es titulada en ingeniería y trabaja en una gran empresa.
Αυτή είναι πτυχιούχος μηχανικής και εργάζεται σε μια μεγάλη επιχείρηση.
Necesitamos a alguien titulado para este trabajo.
Η λέξη "titulado" μπορεί να βρεθεί σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στη γλώσσα Ισπανικά:
Να είσαι πτυχιούχος ελίτ.
Un titulado en constante evolución.
Ένας πτυχιούχος σε διαρκή εξέλιξη.
Un titulado no siempre garantiza un buen empleo.
Ένας πτυχιούχος δεν εγγυάται πάντα καλή δουλειά.
Es importante ser un titulado reconocido para abrir puertas en el mercado laboral.
Είναι σημαντικό να είσαι ένας αναγνωρισμένος πτυχιούχος για να ανοίγεις πόρτες στην αγορά εργασίας.
Los titulados deben actualizar sus conocimientos constantemente.
Οι πτυχιούχοι πρέπει να επικαιροποιούν συνεχώς τις γνώσεις τους.
Algunos jóvenes titulados sienten que su esfuerzo no es valorado.
Η λέξη "titulado" προέρχεται από το ρήμα "titular," που σημαίνει "να δίνεις τίτλο" ή "να κατέχεις τίτλο." Η ρίζα της σχετίζεται με την έννοια του "τίτλου" ή του "ονομαστικού" προσδιορισμού.
Συνώνυμα: - Graduado (αποφοίτος) - Licenciado (κάτοχος πτυχίου)
Αντώνυμα: - No titulado (μη πτυχιούχος) - Inexperto (άπειρος)